Δειλιάσαμε, χάσαμε.. σε έχασα!
Γράφει η Ειρήνη Αγγελίδη.
Ημέρα: Πέμπτη βράδυ
Τοποθεσία: Αθήνα Κέντρο
Ήμουν στο αγαπημένο μου bar.
Παλιάς κοπής κι όπως κάθε Πέμπτη έπαιζε swing και τα τσιγάρα έπνιγαν την ατμόσφαιρα. Ο κόσμος ήταν βγαλμένος από μια άλλη εποχή και ένιωθες σαν να έμπαινες σε χρονομηχανή.
Εκεί, οι άνθρωποι δεν κοιτούσαν οθόνες και κινητά. Εκεί χορεύαμε και επικοινωνούσαμε με τα μάτια.
Καθόσουν στο bar. Μόνη.
Φορούσες ένα μαύρο φόρεμα μέχρι το γόνατο με ανοιχτή πλάτη και είχες πιασμένα τα μαλλιά σου. Σε κοιτούσα όλο το βράδυ. Σε χάζευα.
Το βλέμμα σου με συνάντησε στης 3:15. Το θυμάμαι γιατί σταμάτησα να αναπνέω για λίγο.
Στάθηκες να με κοιτάζεις για δευτερόλεπτα δημιουργώντας για γλυκιά ανάμνηση που δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου.
Σε πλησίασα και κοκκίνισες.
Χορέψαμε μέχρι το πρωί.
Δεν μιλούσες πολύ.
Μόνο χαμογελούσες αφήνοντας έναν άλυτο γρίφο να αιωρείται. Είχε ξημερώσει πια όταν άναψαν τα φώτα και έκλεισε η μουσική.
Είχαμε μείνει αγάλματα να κοιταζόμαστε στο κέντρο του δικού μας πλανήτη. Το bar άδειασε. Τα μπουκάλια έσπαγαν στο πέταμά τους όμως η σιωπή μας έκανε τον μεγαλύτερο θόρυβο.
Όταν η ανατολή του ηλίου τύφλωσε τα μάτια μου και η μορφή σου ξεθώριασε, έτρεξες στην έξοδο και χάθηκες.
Πήγαινα σε εκείνο το bar κάθε Πέμπτη. Χωρίς καμία απουσία.
Δεν έπρεπε να δειλιάσουμε εκείνο το ξημέρωμα.
Τώρα, μετά από τρία χρόνια στέκεσαι απέναντι μου, στο ίδιο μέρος με τον δικό σου άνθρωπο. Σου γράφω αυτό το γράμμα, όχι για να θυμηθείς μα για να ξέρεις.
Σε περίμενα.
Και ας μην σε έχω.
Και ας μην σε αποκτήσω ποτέ.
Δεν έπρεπε να δειλιάσουμε εκείνο το ξημέρωμα.
Εγώ δειλιάζω.
Εσύ δειλιάζεις.
Πληθυντικός.
Δειλιάσαμε.
Χάσαμε.
Ενικός.
Σε έχασα.
Χάνομαι.
Για πάντα δικός σου.