Γράφει η Ιωάννα Ιακωβίδου
Έφυγες δίνοντας μια στην πόρτα, σαν να περίμενες καιρό αυτή τη στιγμή.
Έμεινα εγώ πίσω της, να κοιτάζω!
Τα όνειρα που μαζί χτίσαμε, τις στιγμές που οι δυο μας ζήσαμε, τα συναισθήματα που βιώσαμε.
Το σπίτι που μαζί γεμίσαμε, τώρα τίποτα δεν έμοιαζε το ίδιο.
Ένα σπίτι που κάποτε έτρεχα να κρυφτώ τώρα δε με χωρούσε.
Πήγα σε όλα τα μέρη που πηγαίναμε μαζί, και για το τέλος άφησα εκείνη τη μικρή πλατεία που μου χαμογέλασες πρώτη φορά.
Θυμάσαι;
Όπως τότε έτσι και τώρα, καθισμένη κοιτάζοντας το κενό, αφηρημένη παρατηρώ τους περαστικούς και φαντάζομαι μια ιστορία για τον κάθε έναν.
Κατά πως μου φαινόταν το πρόσωπο του, στεναχωρημένο, χαρούμενο, προβληματισμένο, καλοσυνάτο ή καχύποπτο.
Άραγε πώς να μοιάζει το δικό μου πρόσωπο τώρα αναρωτιέμαι φωναχτά χωρίς να το καταλάβω, για να πάρω την απάντηση
Απελπισμένο!
Να ακόμη ένα χαμογελαστό πρόσωπο σκέφτομαι, άγνωστο αλλά χαμογελαστό!
Και μείναμε κάμποση ώρα αμίλητοι, ακριβώς όπως κάθονται δυο άγνωστοι σε ένα πάρκο Κυριακή βράδυ μετά τα μεσάνυχτα!
Οι άνθρωποι αλλάζουν από τη μια στιγμή στην άλλη, γίνονται από τρυφεροί, σκληροί και ξεχνάνε όσα ένιωσαν και γίνονται ξένοι με τους πιο δικούς τους ανθρώπους.
Κι εγώ που όταν τον γνώρισα ήμουν και πάλι χαμένη, βρήκα τον εαυτό μου, θυμήθηκα πώς είναι να είμαι χαρούμενη και ξέγνοιαστη.
Κι ας μην ήταν ποτέ ολοκληρωτικά δικός μου, γιατί το ήξερα μέσα μου, πως δεν ήταν κι ούτε πρόκειται να γινόταν.
Με έκανε όμως να χαμογελάω, να αισθάνομαι σημαντική, να έχω αυτοπεποίθηση.
Να νιώθω πως υπάρχει ένα μέρος στην πόλη αυτή, που πάντα με έπνιγε, που με περιμένει μια ζεστή αγκαλιά.
Ας ήμασταν τόσο διαφορετικοί, ας μας χώριζαν τόσα πράγματα, ας ήξερα πως εγώ είμαι στη μέση της διαδρομής κι αυτός στην αρχή της.
Φαινόταν κι εκείνος τόσο ευτυχισμένος, έδειχνε να μην θέλει να με χάσει.
Πως δεν τον νοιάζει αν μπορούσαμε να επιβιώσουμε μαζί και του αρκούσε που ταίριαζαν τα σώματα μας τόσο πολύ.
Ίσως πάλι και να μην ήταν έτσι τα πράγματα, δε μίλαγε ποτέ για ότι ένιωθε. Ίσως εγώ να νόμιζα!
Να ήταν αυτά που ήθελα, αυτά που ένιωθα κι εγώ και δε τα έλεγα.
Ίσως φοβόμουν πως αν έλεγα όσα ήθελα τον έπνιγα και αισθανόταν εγκλωβισμένος.
Ξέρεις το κάνω αυτό με τους ανθρώπους, κοιτάζω τα πρόσωπα τους και μαντεύω τι νιώθουν, μάλλον δεν έπρεπε!
Ίσως αντί να υποθέτω τι νιώθει έπρεπε να του πω πόσο πολύτιμος είναι για μένα.
Να του πω πως μέσα από εμάς ξαναβρήκα τον εαυτό μου.
Πως ζεστάθηκε η ψυχή μου και άρχισα πάλι να ζω,σαν άνθρωπος που δε του λείπει τίποτα.
Πως ευχόμουν να γεράσουμε μαζί κάνοντας αστεία για τις πρώτες μέρες που γνωριστήκαμε, για την αμηχανία που ένιωθα κι εκείνος έβαζε όλο του το χιούμορ για να χαλαρώσω, να συζητάμε για τις τόσες φορές που οι δυο μας μείναμε αγκαλιασμένοι όλη νύχτα και στο τέλος γινόμασταν ένα και δυσκολευόμασταν να χωριστούμε το πρωί.
Γιατί όσο παράταιρο ζευγάρι κι αν μας έβλεπε ο κόσμος, εμείς το γλεντούσαμε ακόμη κι αυτό.
Ήθελα τόσο πολύ να του πω πως όσο δύσκολο κι αν ήταν να είμαστε μαζί, θα τα καταφέρναμε.
“Και τι απέγινε” ακούστηκε να με ρωτάει και ξαφνικά το πρόσωπο του δεν ήταν πια τόσο άγνωστο.
Τον κοίταζα κάμποσα λεπτά να με παρατηρεί με συμπόνια.
“Έφυγε και δεν έκανα τίποτα να τον κρατήσω, είμαστε διαφορετικοί.”
“Το διαφορετικό είναι πάντα το καλύτερο” μου θυμίζει ο άγνωστος και καθώς σηκώνεται να φύγει συμπλήρωσε, “αν ήξερε όλα όσα ξέρω εγώ για σένα ίσως τα πράγματα πήγαιναν τέλεια”.
Τον βλέπω να απομακρύνεται και τώρα δε μπορώ με τίποτα να μαντέψω τι αισθάνεται! Ίσως καλύτερα!