Έτρεξα τόσο μακριά από σένα και τον εγωισμό σου, που πια, δεν με φτάνεις!
Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Μην με ρωτήσεις γιατί έφυγα.
Μην με ρωτήσεις γιατί φεύγω.
Φεύγω απ’την αγάπη, σαν να με κατατρέχει.
Φεύγω, φεύγω και δεν μπορώ άλλο το φευγιό μου.
Έφυγα απ’ό,τι αγάπησα, έφυγα απ’ό,τι μ’αγάπησε.
Κι όταν σταμάτησα να τρέχω, δεν κατάλαβα γιατί έφυγα.
Νιώθω σαν να με κυνηγάει κάποιος.
Νιώθω σαν να με πολεμάει κάποιος.
Και τρέχω να μην προλάβει να με πληγώσει.
Ίσως είμαι τόσο βαθιά πληγωμένη που το φευγιό μου μ’ανακουφίζει.
Ίσως σε δοκιμάζω για να δω αν μ’αγαπάς.
Αν θα τρέξεις πίσω μου να με ζητήσεις.
Αν θα τρέξεις πίσω μου να μου πεις πως μ’αγαπάς κι όλα θα περάσουν.
Το ξέρω ότι είμαι δύσκολη κι αγύριστο κεφάλι, αλλά η ψυχή μου είναι μαλακή και λυγάει.
Έχω το μυστικό του ανέμου μέσα μου, γι’αυτό και σηκώνω σκόνη όταν δεν θέλω να με δεις.
Όταν πονάω θέλω να είμαι μόνη.
Κι αυτός ο πόνος δεν λέει να τελειώσει, δεν λέει να παραγραφεί.
Μην με ρωτήσεις γιατί πονάω, στ’αλήθεια δεν ξέρω.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι βλέπω πολύ πόνο γύρω μου, που ο δικός μου φαντάζει αστείος.
Κι όμως είναι σοβαρός και το ξέρεις.
Είχες πει δεν θα μ’αφήσεις.
Το έκανες όμως κι αυτό το κράτησα σαν παράπονο.
Πίστεψα κι εγώ ότι θα με κυνηγήσεις, αλλά έμεινες στην αφετηρία.
Δεν νοιάστηκες καθόλου πως ένιωθα.
Και τώρα μου μιλάς για ανάσες και για ονόματα.
Η καρδιά μου έχει γεμίσει σφαίρες, είναι λαβωμένη απ’το φευγιό μου κι εσύ ούτε ένα βήμα να την πλησιάσεις.
Δεν θέλω να την γιατρέψεις, θα την γιατρέψω εγώ όπως κάνω πάντα.
Θα της κολλήσω ξανά τα κομματάκια και, αν και τεμαχισμένη, θα δουλεύει.
Δεν ξέρω αν αγαπήσει ξανά, δεν ξέρω αν αντέχει, αλλά κάτω δεν θα το βάλει ποτέ.
Ούτε θέλω να μ’αγαπήσουν, γιατί η αγάπη με πονάει, γδέρνει την καρδιά μου.
Αφού ξέρω ότι το μυστικό του ανέμου κουβαλάω και θα φύγω πάλι για να μην με πληγώσουν.
Ίσως αν επέμενες και έτρεχες να με προλάβεις, δεν θα έφευγα.
Ίσως αν με κρατούσες γερά στην αγκαλιά σου, δεν θα έκλαιγα.
Ίσως αν κρατούσες τον λόγο σου κι όχι τον εγωισμό σου, να ήταν όλα αλλιώς.
Ίσως αν με κρατούσες σφιχτά, να σταματούσα να τρέχω.
Αντ’αυτού κράτησες σφιχτά τον εγωισμό σου κι έτρεξα πιο μακριά.
Τόσο που τώρα πια δεν με φτάνεις!