Γράφει η Κατερίνα Μίσσια
Ένα τσιγάρο είπα να ανάψω. Όχι ένα οποιοδήποτε τσιγάρο αλλά το τελευταίο.
Το τελευταίο για σένα. Κι ας μην το αξίζεις.
Ένα ποτήρι ουίσκι, όχι κρασί.
Απόψε όλα τελειώνουν και το αλκοόλ πρέπει να είναι βαρύ.
Ένα ποτό, το τραγούδι μας και το τσιγάρο.
Να σε πιω για τελευταία φορά και να σιχαθώ τόσο τη γεύση σου μέχρι να την ξεράσω.
Να σε ακούσω στους στοίχους και να ξαναζήσω τη ζωή μας αλλά στην τελευταία νότα να την τελειώσω μια και καλή.
Να ανάψω το τσιγάρο και μαζί του να κάψω εσένα. Να κάψω εμάς και όλα εκείνα που μας ένωσαν.
Ξέρεις αυτή τη φορά το κουράστηκα έχει άλλη όψη.
Κουράστηκα και τέλος.
Ξαναγύρισα, ξανα ένιωσα, ξανα φεύγω.
Κι αυτή τη φορά φεύγω και κλειδώνω πίσω μου το παρελθόν. Και το κλειδί δεν θα το φυλάξω, όπως παλιά.
Αυτή τη φορά δεν θα το θάψω στο χώμα που πότιζα με τα δάκρυα μου τόσα χρόνια.
Αυτή τη φορά θα το πετάξω στη θάλασσα. Βαθιά και χωρίς επιστροφή.
Να το κάψει το αλάτι, να το καλύψει η άμμος και να μην το ξαναβρώ ποτέ.
Στο είχα πει θα είναι η τελευταία φορά.
Και δεν το πίστεψες. Εγώ ίδια ήμουν, εσύ είχες αλλάξει. Ή μάλλον κι εσύ ίδιος ήσουν. Εγώ πίστεψα πως θα είχες αλλάξει.
Οπότε απόψε σε χαιρετώ κι αύριο όταν ξημερώσει θα σ’ έχω ξεχάσει.
Κι όσα μου πήρες χαλάλι σου.
Πέρασες και πλέον είσαι χθες.
Στην υγειά σου.
Το τσιγάρο τελείωσε.
Το τραγούδι αυτό δεν θα ξαναπαίξει.