Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Δεν ξέρω πού πας κάθε φορά που φεύγεις, ούτε αν κάποιος άλλος σε περιμένει στη στάση.
Αλλά σε θυμάμαι έτσι.
Με τα μαλλιά σου να χορεύουν στον άνεμο, με ένα βλέμμα χαμένο και λουλούδια σφιγμένα πάνω στο στήθος σου. Όχι γιατί στα χάρισαν, μα γιατί έπρεπε κάπως να κρατηθείς από κάτι.
Ακόμα κι από ένα μάτσο χρώματα.
Κι αν θες να ξέρεις, δεν μου έλειψες για εκείνα που είπες.
Μου έλειψες για όλα εκείνα που έπνιγες πίσω από τα δόντια σου. Για τον κόμπο στο λαιμό που τον κατάπινες πριν προλάβω να σε ρωτήσω “τι έχεις”.
Για τον τρόπο που κοίταζες το κενό, σαν να σου είχε κλέψει τη ζωή.
Δεν ήσουν ποτέ γυναίκα της προσμονής.
Αν κάποιος αργούσε, έφευγες.
Αν κάποιος σου φώναζε, σώπαινες.
Αλλά με μένα έμεινες. Έμεινες κι ας μην ήξερες γιατί. Έμεινες γιατί, ίσως για πρώτη φορά, κάποιος δεν σε είδε ως σκιά ή ως κατάθεση ψυχής με ημερομηνία λήξης.
Σε ερωτεύτηκα εκείνο το απόγευμα που στάθηκες μόνη μπροστά στο τρένο, με τα λουλούδια στην αγκαλιά και το στόμα σφαλιστό.
Ήσουν όλη η ποίηση που δεν είχα γράψει.
Όλη η φωτιά που δεν τόλμησα να ζήσω.
Κι αν ποτέ σε χάσω, κράτα ένα πράγμα.
Δεν σε θυμάμαι απλώς.
Σε κουβαλάω.
Στις λέξεις που δεν λέγονται.
Στα τρένα που δεν παίρνουμε.
Στους ανθρώπους που μας φοβίζουν γιατί έχουν δίκιο να μας αγαπούν.