Ψεύτη Άγιε Βασίλη, μια ευκαιρία σου δίνω ακόμα, να πάρεις τα δάκρια απ’ τα μάτια των παιδιών..
Γράφει η Nubes
Βουρκωμενα, μουτζουρωμενα από τη μάσκαρα μάτια… Τι μπορεί να κρύβεται άραγε πίσω από ένα μουσκεμένο στα δάκρυα, γλυκό προσωπάκι; Νεαρή μανούλα, μονογονέας με τρία μικρά αγγελούδια…
Πρόσφατα γνωριστήκαμε κι αμέσως το συμπάθησα αυτό το γελαστό μουτράκι. Πώς μπορεί μια μανούλα να επιβιώσει με τρία παιδάκια μόνη και άνεργη; Η δύναμη μου τα παιδάκια μου. Έτσι μου είπε! Τι μεσολαβησε κι άλλαξαν χρώμα τα γλυκά αυτά μάτια, και μουτζουρώθηκε το πορσελάνινο προσωπάκι κι έγινε ένα με το γκρίζο του Δεκέμβρη;
Έτρεξα να προλάβω, να μάθω το γιατί. Δεν τα μπορώ τα μάτια τα κλαμμένα. Θα με βγάλουν από το διαμέρισμα, δεν έχω για το νοίκι. Τα παιδιά μου! Πως θα κάνουν Χριστούγεννα τα παιδιά μου; Λόγια μπερδεμένα με λυγμούς… Άφωνη κοιτάζω γύρω να πιαστώ από κάπου, να βρω κάτι να πω! Γύρω μου όλα στολισμένα, δέντρα φωτισμένα, πολύχρωμα λαμπιόνια, γελαστοί χοντροί Άγιο Βασίληδες, έλκηθρα και δώρα… Τα Χριστούγεννα όλα λάμπουν, όλα είναι παραμυθένια, τα παιδάκια είναι όλα γελαστά, με μια γλυκιά προσμονή για αυτά που περιμένουν! Τρία παιδάκια έγραψαν γράμμα στον Άη Βασίλη, μα δεν θα έχει παραλήπτη…
Μα αυτό δεν γίνεται! Χριστούγεννα είναι παιδικά γελαστά μουτράκια. Αλλιώς δεν είναι Χριστούγεννα! Τ’ ακούς, Άη Βασίλη; Γιατί κάνεις διακρίσεις; Αν υπάρχουν ματάκια βουρκωμένα δεν υπάρχεις, μ’ ακούς; Είσαι κι εσύ ένα ψέμα, μην έρθεις ξανά! Και μου χαλάς τη μαγεία και μου διαλύεις τ’ όνειρο… Μα τι λέω; Αφού κατά βάθος το ήξερα, το υποψιαζόμουν. Ποτέ δεν υπήρχες… Αν υπήρχες δεν θα έκανες διακρίσεις, δεν θα ήσουν άδικος. Η ζωή είναι άδικη! Έτσι μου λένε! Η ζωή είναι άδικη ή εμείς την κάναμε άδικη; Που επιτρέψαμε, που δεν αποτρέψαμε, που δεν περιορίσαμε το γκρίζο του Δεκέμβρη στις μουντές του συννεφιές και τ’ αφήσαμε να τρυπώσει σε αθώα παιδικά ματάκια. Και τώρα κοιτάνε βουρκωμένα, απορημένα, μελαγχολικά…
Κάθισα λοιπόν, το σκέφτηκα καλά κι έχω καταλήξει! Δεν υπάρχει μαγεία, δεν υπάρχεις, Άη Βασίλη, δεν υπάρχουν Χριστούγεννα! Τη μαγεία εμείς τη φτιάχνουμε, εσένα ροδοκόκκινε χοντρέ με τα δώρα εμείς σε φανταστήκαμε. Και τα Χριστούγεννα; Μα δεν υπάρχουν Χριστούγεννα! Υπάρχουν όμως ξωτικά! Γι’ αυτό, όσο κι αν είμαι δύσπιστη με όλους και με όλα, σε εσάς μόνο πιστεύω. Μόνο εσείς μπορείτε να μου φέρετε τα Χριστούγεννα. Ξωτικά πλάσματα… ή εξωτικά; Έξω από το γκρίζο σου Δεκέμβρη, δεν τ’ αγγίζουν οι καταιγίδες, οι αστραπές σου κι οι κεραυνοί! Δεν τα τρομάζει τίποτα! Το μόνο που μπορεί να τα τρομάξει είναι τα βουρκωμένα όλο απορία παιδικά ματάκια. Κι αμέσως τρέχουν με τα μαγικά τους χέρια να σκουπίσουν τα δάκρυα, να διώξουν τη λύπη μακριά να κάνουν τα παιδιά να γελάνε… Επειδή απαγορεύεται να υπάρχουν παιδάκια που κλαίνε και γύρω τους να αναβοσβήνουν λαμπιόνια.
Γιατί ξέρω τι είναι τα λαμπιόνια που αναβοσβήνουν τα Χριστούγεννα.. Τώρα το κατάλαβα! Είναι η αντανάκλαση που κάνουν τα δάκρυα από τα παιδικά ματάκια στις κλεφτές ηλιαχτίδες που ξεγλυστρουν από τον γκρίζο ουρανό σου Δεκέμβρη! Γι’ αυτό εναποθέτω τις ελπίδες μου όλες σε εσάς εξωτικά μου πλάσματα! Γιατί τα παιδιά δεν θέλουν αστερόσκονη και στολισμένους δρόμους… Αγάπη θέλουν και χέρια μαγικά να διώξουν τα σύννεφα να γίνουν αγέρι να πάρουν τη λύπη μακριά…
Φέτος λοιπόν θα σου δώσω μια ευκαιρία ψεύτικε μου Άη Βασίλη. Μια τελευταία ευκαιρία! Αλλιώς δεν θα σε αμφισβητήσω ξανά, θα σε μισήσω! Φέτος μην φέρεις δώρα ούτε σε μένα ούτε σε κανένα… Κι εσύ μην έρθεις, δεν σε χρειάζεται κανείς… Μόνο τα ξωτικά σου στείλε και γέμισε όλη τη γη… Και μια τελευταία χάρη… Κάνε και μένα ξωτικό! Όχι τίποτα φοβερό, απλά δώσε μου δυο χέρια μαγικά να πάρω τα δάκρυα απ’ όλα τα παιδιά της γης και θα τα κάνω αστερόσκονη… Και θα φτιάξω εγώ τη μαγεία και θα τα φέρω εγώ τα Χριστούγεννα!!!