Τη γεύση από το φιλί σου, δεν την έκλεψε ποτέ κανείς.
Γράφει η Λιάνα
Θυμάμαι τα πάντα. Κάθε μέρα ζω και ξαναζώ ένα ανοιξιάτικο μεσημέρι. Το μυαλό και το σώμα πεινάνε, θέλουν να χορτάσουν για μια ακόμα φορά ικανοποίηση και ευχαρίστηση. Ο πόθος κάποιες στιγμές γίνεται μαχαίρι και η ανάμνηση είναι τόσο ζωντανή, λες και αν απλώσω το χέρι μου θα σε αγγίξω.
Τα λόγια σου, “ανυπομονώ να σ’ αγκαλιάσω “, είχαν δημιουργήσει από νωρίς σκιρτήματα σε όλο μου το είναι. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά αργά. Ήταν πλέον ανάγκη να σε νιώσω. Ανάγκη που είχε ξεπεράσει τα όρια της λογικής. Η φαντασία μου δούλευε μόνη της και με έκανε να αισθάνομαι πως καίω από έναν πρωτόγνωρο πυρετό…
Έφτασα έξω απ’ την πόρτα σου. Άκουγα τα βήματά σου, το θόρυβο απ’ τον αναπτήρα που άναβες τσιγάρο. “Μπορώ να σε περιμένω όλη μέρα”, είχες πει. Δίσταζα και ανυπομονούσα. Οι χτύποι της καρδιάς μου, δυνατοί, ανεξέλεγκτοι, ένιωθα πως ακούγονται σ’ όλο το κτήριο.
Ένα δειλό χτύπημα με κρατημένη αναπνοή. Μισό λεπτό και βρίσκεσαι απέναντι μου. Ημίφως και συ χαμογελάς. Φοράς ένα μαύρο πουκάμισο και το δωμάτιο είναι γεμάτο απ’ τη μυρωδιά σου, ανάμεικτη με καπνό. Σαστισμένη, μαγεμένη, κάθομαι στην πρώτη πολυθρόνα που βρίσκω μπροστά μου και προσπαθώ να ανοίξω κουβέντα.
Με μια κίνηση γονατίζεις μπροστά μου. Κρύβω τα χέρια μου που τρέμουν και κατεβάζω το βλέμμα. Μου σηκώνεις το πρόσωπο και με κοιτάς στα μάτια ώρα, σιωπώντας. Ακούγονται μόνο οι θόρυβοι του δρόμου και δυο αναπνοές. Πλησιάζεις και αρχίζεις να με φιλάς. Αργά στην αρχή, αναγνωριστικά, σαν να φοβάσαι μήπως κάνεις κάποιο λάθος και τρομάξω. Το στόμα σου πάνω στο δικό μου, λύτρωση επιτέλους. Ένα φιλί αλλιώτικο απ’ όσα είχα γευτεί. Ένα στόμα ολόγλυκο,ανυπόμονο,διεκδικητικό, που άρχισε να εξερευνά τα θέλω μου. Η πιο δυνατή αίσθηση της ζωής μου, αυτό το φιλί. Η έννοια της καύλας, που μπορεί να δημιουργηθεί μόνο όταν ο άλλος έχει εισχωρήσει σε κάθε γωνιά του μυαλού σου.
Με πιάνεις απ’ τα χέρια και με οδηγείς στο κρεβάτι, στο κρεβάτι μας, λες. Δεν βιάζεσαι. Τα μάτια σου υγρά, ερωτευμένα, με μένα, με τη στιγμή, τι σημασία έχει; Είμαι εκεί μπροστά σου, ήδη παραδομένη. Έρχεσαι δίπλα μου απαλά, τρυφερά και ξεκινάει το ταξίδι μας. Κάθε άγγιγμα σου φωτιά, κάθε άγγιγμα μου το μαρτύριό σου. Ρούχα πεταμένα παντού, σε δευτερόλεπτα και συγχρόνως κολλημένοι ο ένας στον άλλον. Να μην χαθεί ούτε λεπτό. Χάδια, φιλιά, ανάσες. Λέξεις ψιθυριστές, γλυκές, πρόστυχες. Η αυτοκυριαρχία χαμένη. Κάθε αμφιβολία ανύπαρκτη πια. Δύο άνθρωποι που περίμεναν καιρό να ξεδιψάσουν. Ξαφνικά δεν ήμουν εγώ. Ήμουν μια γυναίκα που άφησε πίσω της κάθε ταμπού, κάθε πρέπει και δινόταν ολοκληρωτικά. Ζούσε το όνειρό της ζωντανά, παθιασμένα.
Με οδηγούσες με χίλιους τρόπους, με εναλλαγές τρυφερότητας και σκληρότητας, χαλάρωσης και πόνου, σ΄αυτό που αδημονούσα να ζήσω. Σε ταλαιπωρούσα ηδονικά και σ’ έκανα να χάνεις τον έλεγχο και να σαστίζεις με τον εαυτό σου. Εκείνο το βλέμμα σου, καυτό στα μάτια μου, το δάγκωμα στα χείλια σου, έδειχνε πόσο το περίμενες, σχεδόν παρακαλούσες. Τίποτα δεν τα σβήνει από το μυαλό μου.
Κι ήρθε η ώρα. Εγώ κι εσύ ένα. Ένα σμίξιμο ταιριαστό, ανεπανάληπτο. Λες κι είχαμε γεννηθεί για να ταιριάξουμε τέλεια. Έρωτας, λόγια, βογγητά, σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη ηλεκτρισμό. Κάθε τι άλλο, χάθηκε. Δυνατά και αργά, με έφτανες σε μια άλλη διάσταση ηδονής. Δεν υπήρχε άλλη ανάσα, άλλη αντοχή, αλλά δεν θέλαμε να χωρίσουν τα κορμιά μας. Έρωτας μέχρι όλα ξαφνικά, άρχισαν να γεμίζουν λάμψη. Μέχρι να θολώσουν οι σκέψεις, τα λόγια να γίνουν ασυνάρτητα και τα μάτια να δακρύσουν. Και μετά μια κραυγή, ένα “είμαι δική σου” και η κορύφωση, σαν καυτή λάβα και συνάμα σαν όαση στην έρημο. Σαν να βγήκαμε έξω απ’ τους εαυτούς μας. Οργασμός σωμάτων, μυαλού και καρδιάς.
Η πρώτη εικόνα που θυμάμαι, μετά, είναι η ευτυχία στα μάτια σου. Το πιο γλυκό χαμόγελο ενός άντρα χορτασμένου και γεμάτου. Μου άναψες τσιγάρο. Η γεύση σου και σ’ αυτό. Γλυκά κουρασμένη ξάπλωσα στην αγκαλιά σου, άλλωστε είχα φτάσει στον προορισμό μου πια.Κουβέντα και γέλια. Παρατηρούσα το αγαπημένο σου πρόσωπο, ήθελα να αποτυπωθεί έτσι στη μνήμη μου. Πρώτη φορά σε έβλεπα χαλαρό, αληθινό. Δικό μου..
Και τότε κατάλαβα, πως όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσα κι αν μας χωρίζουν, με τον μοναδικό μας τρόπο πάντα, ένα κομμάτι του ενός, εκείνο το ανοιξιάτικο μεσημέρι, έγινε κομμάτι του άλλου. Η τρελλή μοίρα που μας ένωσε, μου έκανε τα μεγαλύτερα δώρα…Την ανάμνηση του πρώτου φιλιού, που ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να μου κλέψει, τη γεύση σου, τη λάμψη στα μάτια σου και τη σιγουριά πως έστω για λίγο μ’ αγάπησες όσο κι εγώ…