Γράφει η Δωροθέα Σαμαρά
Μόνο μια τσάντα, τίποτε άλλο δεν κρατώ. Μόνο μια τσάντα κι ένα τσουβάλι μνήμες μέσα στις αποθήκες του μυαλού. Δύο σιωπές στέκονται αντίκρυ η μια από την άλλη-η δική μου κι η δική σου- τη στιγμή που τα λόγια μέσα μας θρηνούν. Πονάνε τόσο, που ψάχνουν μέσα μου γωνιές, για να κρυφτούν. Σκάβουν τρύπες βαθιά μες στην ψυχή μου και χώνονται μέσα της, εκεί, που κι αν ουρλιάξουν , δεν θα ακουστούν . Εκεί, που κι αν ματώσουν, δεν θα φανούν.
Τα χέρια μας μπλεγμένα, ενωμένα σε δυο σφιχτές γροθιές, προσπαθούν να αποτυπώσουν την αίσθηση του ” μαζί ” μέσα στη μνήμη. Τα κορμιά μας ανασαίνουν βαριά το ένα μπροστά από το άλλο, σαν άψυχα αγάλματα που στήθηκαν στη μέση μιας άδειας αποβάθρας. Έτσι, απλά και μόνο για να τα θαυμάσει η ζωή για λίγο ακόμη, προτού περάσει από πάνω μας ο χείμαρρος του χρόνου και μας διαλύσει. Δυο κορμιά, ένα έργο τέχνης μιας μοίρας που θρηνεί κι αυτή, σαν ξέρει πως πρέπει να τα διαχωρίσει.
Αγάπη μου, στα μάτια κοίταξέ με. Στα μάτια, που μόνο αυτά ξεχυλίζουν από λόγια. Μόνο αυτά μπορούν να μιλούν στην καρδιά σου. Ραγισμένες εικόνες πίσω απ’τα δάκρυα, βαστιούνται με σθένος για όσο αντέξουν, προτού σπάσουν και δαύτες και γίνουνε θρύψαλα που θα κυλήσουν στις φλέβες μου και θα ξεσκίσουν μέσα μου τα πάντα.
Ένας ήχος ακούγεται από το βάθος. Σαν ήχος σειρήνας, που μας ειδοποιεί για τον κίνδυνο που έρχεται. Δεύτερο σφύριγμα και το τρένο πλησιάζει, σαν θεριό που ορμητικά έρχεται καταπάνω μας με το στόμα ορθάνοιχτο, έτοιμο να μας καταπιεί.
Οι λέξεις τραντάζονται μέσα μου τρομαγμένες, νιώθουν πως μόνο αυτές να μας σώσουν μπορούν. Πρέπει να προλάβουν από τα χείλη να βγουν! Άργησαν. Άργησαν πολύ! Τρέχουν μέσα μου πανικόβλητες, τη μοναδική στιγμή που τόσο σφιχτά σε κρατώ στην αγκαλιά μου, σαν να είναι τούτη η στιγμή, στιγμή τελευταία για εμάς τους δυο. Το τσουβάλι με τις θύμησες σκίζεται και χύνονται οι αναμνήσεις στα πατώματα του νου. Σαν χιλιάδες, πολύχρωμοι βώλοι που με ορμή πέφτουν στο πάτωμα και δια σκορπίζονται άτακτα παντού. Μπερδεύονται τα λόγια, σαν πάνω τους πατούν, γλιστρούν και μέσα τους χάνονται. Είναι αργά πια. Δεν πρόλαβαν! Δεν πρόλαβαν να βγουν από τα χείλη.
Μόνο τα δάκρυα πρόλαβαν να θρηνήσουν, τη στιγμή που τα χέρια χαλαρώνουν, ξεσφίγγονται κι αποχωρίζεται η μια γροθιά από την άλλη.
Μόνο τα δάκρυα άγγιξαν τα χείλη μετά το φιλί εκείνο το τελευταίο. Το φιλί που δεν βρήκε τη δύναμη το χρόνο να σταματήσει και να μας κρατήσει μαζί. Το φιλί, που δεν κατάλαβα αν μου έλεγε ”πονάω, μην φεύγεις” ή αν απλώς μου έλεγε ”αντίο”.
Κι όπως ανεβαίνω στο τρένο με πλάτη γυρισμένη – να κρυφτώ, να μη δεις σε πόσα κομμάτια είμαι σπασμένη ολόκληρη – η φωνή σου με τραβάει νοερά απ’το χέρι. ” Να προσέχεις, ψυχή μου. Σ’αγαπώ ”.