Γράφει ο Σπύρος Γισεμίδης
Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί.
Εκείνη χαρτί, εγώ πέτρα. Πάντα συνήθιζε να με νικάει σε αυτό το παιχνίδι, λες και διάβαζε τη σκέψη μου, ξέροντας πως θα κινηθούν τα δάχτυλά μου, και ποιο από τα τρία αντικείμενα θα σχηματίσουν.
Παραδέχτηκα ήττα με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο, και πήρα ένα φιλί στο μάγουλο για παρηγοριά. Μου είχε δώσει αμέτρητα τέτοια φιλιά, σε ώρες ανάγκης και μη. Ήταν η καλύτερη φίλη που θα μπορούσε να είχε κάποιος, σε ήλιο και βροχή, καλοκαίρι ή χειμώνα.
Έβαλα μουσική να παίζει. Το “Soldier of Fortune” ήταν κάτι σαν ύμνος για μας, ωδή προς τις νομαδικές ψυχές μας. Το αφήσαμε για λίγο να μας ταξιδέψει.
“I have often told you stories about the way
I lived the life of a drifter”
Είχαμε πολλά να πούμε, από εκείνα που λέγονται πιο εύκολα όταν η καρδιά λουστεί με αλκοόλ. Άνοιξα ένα μπουκάλι βότκα που είχα για την περίσταση. Πήρα τη δίκη μου straight up, ενώ εκείνης της έριξα λίγο λάιμ μέσα. Ποτέ δεν έπαιρνε το αλκοόλ της σκέτο – ουίσκι με κόκα κόλα, τεκίλα με πορτοκάλι, βότκα με λάιμ. Ήταν κορίτσι που αρεσκόταν σε έντονες αντιθέσεις – στο αλκοόλ, στη ζωή, στον έρωτα.
Κάπου κοντά στο τρίτο ποτήρι μου μίλησε για εκείνον. Ψηλός. Μελαχρινός. Γυμνασμένος. Την πολιόρκησε μέχρι που την κατέκτησε, έπειτα τη χρησιμοποίησε και την παράτησε. Κλασική περίπτωση μαλάκα. Τον ήξερα από κοινή παρέα τον μάγκα. Είχε τη φήμη του συλλέκτη κατακτήσεων. Εκείνη το γνώριζε, μα προτίμησε να κλείσει τα αυτιά της στους κώδωνες του ερωτικού κινδύνου. Του δόθηκε ολοκληρωτικά, ψυχή τε και σώματι. Του άνοιξε την καρδιά της και τον προσκάλεσε στα ενδότερά της. Ξεγύμνωσε την προσωπικότητα της για πάρτη του, πετάγοντας το ένα στρώμα μετά το άλλο στα σκουπίδια – αξιοπρέπεια, αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση. Πράγματα που δεν τα παίρνεις πίσω, ή αν τα πάρεις, το κάνεις σε κατεστραμμένη μορφή.
Του μίλησε για καλοκαίρια της ψυχής. Κι όταν μια γυναίκα σου λέει πως κάνει καλοκαίρι στη ψυχή της, τότε δεν πειράζεις ούτε ίνα απ’ την καρδιά της. Κανόνας απαράβατος. Μου διηγήθηκε τα πάντα, με δάκρυα στα μάτια και βότκα στο αίμα. Μου είπε για τις αναρίθμητες αναπάντητες κλήσεις, και για τις απέλπιδες προσπάθειές της να τον κάνει να ανακαλέσει τον χωρισμό. Για μαξιλάρια μουσκεμένα από πόθο κι έπειτα από λύπη. Για μέρες που έγιναν εβδομάδες περιμένοντας ένα μήνυμα που δεν ήρθε ποτέ.
Ήθελα να πάω να τον βρω, να του τα πω ένα χεράκι, άντρας προς «άντρα». Δεν με άφησε, όμως. Ίσως επειδή δεν ήθελε να ανταλλάξει την πληγή της με μια άλλη, διαφορετική. Ίσως πάλι επειδή απλά δεν νοιαζόταν πλέον. Δεν ρώτησα παραπάνω, το άφησα εκεί.
Εκείνο το βράδυ την είδα να πίνει πιο πολύ απ’ ότι συνήθως, να κλαίει περισσότερο απ’ όσο είχε δάκρυα. Της πήρα το ποτήρι από το χέρι και την αγκάλιασα, την έσφιξα πιο πολύ απ’ ότι συνήθιζα, όπως απαιτούσε η περίσταση. Τα δάκρυα που χύνονται πάνω σε ένα στέρνο που νοιάζεται για σένα, γυρίζουν πίσω ιαματικά.
Την άφησα να αδειάσει, κι όταν είδα πως τα μάτια της δεν έβγαζαν άλλο υγρό πόνο, της μίλησα. Της είπα για όλους εκείνους τους έρωτες που περιμένουν εκεί έξω, που αδημονούν να σμίξουν με κοπέλες σαν κι εκείνη. Της μίλησα για τις δικές μου πληγές, και πως αυτές έκλεισαν με την πάροδο του χρόνου, μια μέρα κι ένα καρδιοχτύπι τη φορά. Έδειχνε να καταλαβαίνει, αφού αντάλλαξε τη βότκα για τα λόγια μου. Και κάπου εκεί, μεταξύ αγκαλιών και λέξεων, έσκασε κι ένα μισό χαμόγελο, έτσι για το γαμώτο, για τις κωλοαγάπες που σου παίρνουν τα πάντα και δεν δίνουν τίποτα πίσω. Τις σιχτίρισε όλες, κάνοντας το χαμόγελο της ολόκληρο, και τη χημική σύσταση των δακρύων της να αποτελείται από ελπίδα αντί για λύπη.
Της έβαλα μια τελευταία βότκα. Σφηνάκι, για να πάει γρήγορα κάτω. Έβαλα και για μένα μια. Τσουγκρίσαμε τα μικρά μας ποτήρια, κάναμε πρόποση σε νέες αρχές, και βάλαμε το αλκοόλ με ορμή μέσα μας. Κλείσαμε τα μάτια, ώσπου το αισθητικό μας σύστημα να επεξεργαστεί την πικράδα που μόλις είχε δεχτεί, έπειτα τα ανοίξαμε και ειδωθήκαμε. Ό,τι και να συνέβαινε στη ζωή, είχαμε τη φιλία μας να μας προσέχει, και αυτό μας ήταν αρκετό. Το αμοιβαίο μας χαμόγελο επιβεβαίωνε την κοινή μας σκέψη.