Γράφει η Κατερίνα Ανδριανού
Κουράστηκα να διαβάζω πίσω από τις λέξεις.
Να ψάχνω νοήματα σε σιωπές.
Να μεταφράζω παύσεις, βλέμματα και ύφος.
Δεν παίζω πια το παιχνίδι του “το εννοούσε αλλά δεν μπορούσε να το πει”.
Ό,τι αξίζει, λέγεται.
Ό,τι πονά, φωνάζει.
Ό,τι είναι αληθινό, δεν κρύβεται.
Κάποτε ήμουν εκεί.
Σε κάθε σιωπή που προσπαθούσα να δικαιολογήσω.
Σε κάθε “δεν είμαι έτοιμος” που προσπαθούσα να μετατρέψω σε “σε θέλω”.
Σε κάθε μήνυμα που δεν ήρθε, μα εγώ του έδινα φωνή στο κεφάλι μου.
Πίστευα στη διαίσθηση.
Πίστευα πως κάποιοι άνθρωποι αγαπούν, αλλά δεν ξέρουν να το πουν.
Πίστευα πως αν νιώθεις κάτι βαθιά, δεν χρειάζονται λόγια.
Πίστευα.
Μέχρι που δεν πίστευα πια.
Γιατί όταν κάποιος θέλει, μιλάει.
Δεν αφήνει απορίες.
Δεν σε βάζει να μαντεύεις.
Δεν χρειάζεται να ψάξεις τι εννοεί – στο λέει.
Κι εγώ πλέον δεν απαντώ.
Ούτε σε σιωπές, ούτε σε μισόλογα, ούτε σε μπερδεμένα συναισθήματα.
Δεν με αφορά τίποτα που δεν ειπώθηκε με θάρρος.
Αν δεν το είπες φωναχτά,
αν δεν το υπερασπίστηκες με το βλέμμα και τη στάση σου,
αν το άφησες να αιωρείται με την ελπίδα ότι θα καταλάβω,
τότε δεν ήταν αρκετό.
Δεν απαντώ πια.
Γιατί έμαθα να κρατάω χώρο μόνο για όσους δεν φοβούνται να μιλήσουν.
Για όσους έχουν το “σ’ αγαπώ” έτοιμο στην άκρη των χειλιών και όχι θαμμένο στο «ίσως».