Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Δεν είναι ότι ξέχασε.
Απλώς δεν θα σου δώσει ποτέ τη χαρά να τη δεις να σπάει.
Θυμάται και τη φορά που της είπες «έλα, μην κάνεις έτσι».
Θυμάται την παγωμάρα σου, τα μισόλογα, τα βλέμματα που απέφευγες.
Θυμάται πόσες φορές έκατσε σε τραπέζια που ήθελε να σηκωθεί.
Πόσες φορές κατάπιε το “φύγε” για να μη χαλάσει την εικόνα.
Ήταν εκεί. Σώπασε. Ξεχείλισε μέσα της, αλλά δεν της φαινόταν.
Και κάπου εκεί, οι άνθρωποι νόμιζαν πως δεν καταλάβαινε.
Πως το χαμόγελό της ήταν συγχώρεση.
Πως η σιωπή της ήταν αποδοχή.
Μα μέσα της έγραφε.
Μέτραγε.
Κατέγραφε.
Όχι για να κρατήσει κακία. Όχι για να πάρει εκδίκηση.
Για να θυμάται ποιος ήταν ποιος, όταν όλα ήταν αλλιώς.
Μην την περνάς για αφελή. Δεν το ‘χει ανάγκη το δράμα. Δεν το ‘χει ανάγκη το κοινό.
Ξέρει πότε να αποχωρεί. Ξέρει να το κάνει αθόρυβα.
Κι όταν το κάνει, να θυμάσαι: δεν θα επιστρέψει για να εξηγήσει.
Δεν θα σε ρωτήσει γιατί. Δεν θα σου δώσει δεύτερη ευκαιρία να την υποτιμήσεις.
Και το «δεν θυμάμαι» που λέει, είναι η πιο ευγενική μορφή αντίο που μπορούσε να σου δώσει.
Γιατί κατά βάθος, αν ανοίξει το στόμα της, δεν θα έχει φιλτράρει τίποτα.
Και τότε, η αλήθεια της θα σε ξεγυμνώσει.
Δεν ξεχνάει.
Απλώς… έμαθε.
Και από ένα σημείο και μετά, το να θυμάσαι σε σιωπή, είναι πιο αξιοπρεπές από το να φωνάζεις σε κενό ακροατήριο.
Δεν της λείπει κανείς.
Της έλειψε ο σεβασμός. Η καθαρότητα. Η συνέπεια.
Κι αφού δεν τα βρήκε εκεί που στάθηκε, πήρε τον εαυτό της και έφυγε.
Όχι γιατί την έδιωξαν.
Αλλά γιατί διάλεξε, για πρώτη φορά, να κρατήσει τον εαυτό της ακέραιο.