Την πρώτη φορά που κοιμηθήκαμε μαζί θυμάμαι πόσο θέλαμε κι οι δύο να μείνουμε ξύπνιοι ώστε να μην χάσουμε ούτε ένα δευτερόλεπτο της νύχτας που είχαμε μπροστά μας.
Θυμάμαι πόσο ήρεμος ήσουν με τα μάτια σου να γυαλίζουν από το φως της τηλεόρασης και χάζευα το πόσο αθώος φαινόσουν έτσι.
Τα μαλλιά σου δεν ήταν φτιαγμένα όπως συνήθιζα να τα βλέπω, ούτε ήσουν εκείνη η εικόνα του αγοριού που έβλεπα έξω. Ήσουν απλά ο εαυτός σου. Ήσουν ξαπλωμένος με τα ρούχα του ύπνου και σχολίαζες σαν μικρό παιδί την ταινία που τυχαία είχαμε βρει.
Μου άρεσε να σε ακούω και να παρατηρώ το πρόσωπο σου καθώς μιλoύσες.
Μιλούσες και δεν ήθελα να χάσω ούτε μια λέξη σου, πιστεύοντας ότι και το παραμικρό που θα ακούσω από εσένα, θα μου φανεί σημαντικό.
Καθώς περνούσαν οι ώρες, έβλεπα τα μάτια σου να κλείνουν και γελούσα μόλις τα άνοιγες απότομα και υποστήριζες ότι δεν νύσταζες καθόλου. Δεν άργησε όμως, η στιγμή που σε πήρε ο ύπνος επάνω μου. Ακόμα θυμάμαι τον φόβο που είχα μήπως σε ξυπνήσω αναπνέοντας.
Όσο εσύ κοιμόσουν, εγώ παρατηρούσα το πρόσωπό σου και σκεφτόμουν πόσο τυχερή ήμουν που σε είχα δίπλα μου. Σου χάιδευα τα μαλλιά και σου ψιθύριζα λόγια που ποτέ δεν σου είχα πει.
Σου είπα εκείνο το βράδυ πόσο ευτυχισμένη με κάνεις κι ότι ελπίζω αυτό που έχουμε να κρατήσει για αρκετό καιρό ακόμα.
Ήξερα ότι δεν άκουγες αλλά κοιτώντας το ήρεμο πρόσωπό σου ήθελα να σου χαρίσω κάθε σκέψη, κάθε συναίσθημα, που είχα για εσένα.
Σου ζήτησα συγγνώμη για όλες τις φορές που σου φώναξα και που φέρθηκα εγωιστικά απέναντι σου.
Σε παρατηρούσα και κατευθείαν στο μυαλό μου έκαναν την παρουσία τους οι στιγμές που είχαμε περάσει μαζί.
Έμεινα να σε κοιτάω όλο το βράδυ, για να σε χορτάσω και λίγο παραπάνω από τις άλλες φορές κι ας ήξερα, ότι ποτέ όσο χρόνο και να είχαμε δεν θα ήταν αρκετό.
Προτιμούσα να χάσω τον ύπνο μου, παρά να χάσω το πρόσωπό σου από τα μάτια μου.