Γράφει η Δήμητρα Αποστολοπούλου.
Από εσένα θα θυμάμαι τα μάτια γεμάτα φως.
Τα χέρια τα τραχιά από τις δουλειές.
Το γέλιο σου.
Τη μυρωδιά σου.
Τις σιωπές σου.
Θα θυμάμαι τις ιστορίες που μου έλεγες για τότε που δούλευες νυχτοφύλακας.
Τα πειράγματά σου όταν παίζαμε τάβλι και έχανα, στην αυλή με το πάντα σκουπισμένο μωσαικό.
Τα καλοκαιρινά απογεύματα που πίναμε τον ελληνικό μας στο μπαλκόνι χαζεύοντας τα φώτα στο λιμάνι.
Το πρώτο μου μεθύσι εκείνον τον δεκαπενταύγουστο που μου έδωσες κρυφά ούζο.
Από εσένα θα θυμάμαι την τεράστια αγκαλιά σου.
Που θαρρείς, αν άνοιγε λίγο ακόμα, θα μπορούσε να χωρέσει τον κόσμο ολόκληρο!
Πάντα φάνταζες τεράστιος στα μάτια μου!
Πάντα!
Ότι και αν έγινε μετά, εγώ θυμόμουν από εσένα μόνο τα καλά.
Μαζί σου δεν ένιωσα να μεγαλώνω ποτέ.
Πώς θα μπορούσα άλλωστε!
Οι μεγάλοι τα μπερδεύουν τα πράγματα.
Τα ανακατεύουν.
Τα ρημάζουν.
Σήμερα θα μαζευτούμε να σου πούμε ένα τελευταίο αντίο.
Ξέρω, θα είναι πολλοί μεγάλοι εκεί.
Και ίσως ξεστομίσουν κακίες.
Ίσως ανταλλάξουν λόγια πικρά.
Μα εμένα, να ξέρεις, δεν θα με νοιάξει.
Θα κάνω ότι δεν ακούω.
Ότι δεν καταλαβαίνω.
Σήμερα θα είναι εκεί η Δημητρούλα σου.
Το κοριτσάκι με τα τεράστια γυαλιά και τα ματωμένα γόνατα.
Και αν κλάψω μην λυπηθείς.
Θα είναι για λίγο.
Γιατί ξέρω, ήρθε η στιγμή για να ξεκουραστείς.
Καλό παράδεισο αγαπημένε μου.
Θα ζεις μέσα μου, όσο εκείνο το κοριτσάκι δεν ξεχνάει να χαμογελάει!