Γράφει ο Χρήστος Αλεξίου
Είναι κάτι αποχαιρετισμοί που δεν ακούγονται. Δεν έχουν λέξεις, ούτε φωνές. Έχουν απλώς χέρια που αγγίζονται για λίγο και μετά απομακρύνονται. Σαν να λένε αντίο χωρίς να τολμούν να το πουν.
Κι αυτό ήμασταν εμείς. Δυο χέρια στον αέρα, ανάμεσα σε όλα όσα δεν ειπώθηκαν. Ανάμεσα στο «αν είχαμε λίγο χρόνο ακόμη» και στο «ίσως σε μια άλλη ζωή».
Δεν σε κράτησα.
Όχι γιατί δεν ήθελα.
Αλλά γιατί ήξερα πως, ό,τι και να έκανα, η απόσταση μέσα σου ήταν μεγαλύτερη από τη δική μας απόσταση.
Ήξερα πως εκείνη η στιγμή, το άγγιγμα, ήταν το τελευταίο. Πως μετά από αυτό, τίποτα δεν θα είναι ίδιο. Ούτε η σιωπή μας, ούτε η πόλη, ούτε οι νύχτες.
Πως το σώμα μπορεί να προχωράει, αλλά η καρδιά θα μένει πάντα σ’ εκείνο το σημείο. Στο ενδιάμεσο.
Κρατάω τη στιγμή.
Όχι γιατί με παρηγορεί.
Αλλά γιατί εκεί ήμασταν αληθινοί. Έστω για λίγο. Έστω για μια ανάσα.
Αυτή είναι η εικόνα μας. Όχι οι αγκαλιές, ούτε τα γέλια. Αυτή: δύο χέρια που ήθελαν να μείνουν, αλλά έπρεπε να φύγουν.
Δύο χέρια που για μια στιγμή δεν ήξεραν αν πρέπει να σφίξουν ή να αφήσουν.
Κι εγώ, τι να κρατήσω;
Τον ήχο των φώτων πίσω μας; Το χρώμα του ουρανού; Ή την αφή σου που έμεινε στα δάχτυλά μου και δεν φεύγει, όσο κι αν περνάει ο χρόνος;
Μην ανησυχείς.
Δεν θα σε ψάξω.
Αλλά να ξέρεις, πάντα θα θυμάμαι πώς ένιωσα όταν σ’ άφησα.