Η Ηρώ έκλεισε για μια ακόμη φορά την πόρτα πίσω του. Ένας βαθύς αναστεναγμός της ξέφυγε. Γνώριμος πια σε εκείνην. Ο ίδιος αναστεναγμός που έβγαινε αυθόρμητα από μέσα της κάθε φορά που εκείνος έφευγε. Κάθισε στον καναπέ και κοίταξε το ρολόι απέναντι της. Εκείνο το ρολόι που πάντα μετρούσε κλεμμένες στιγμές ευτυχίας. Από τότε σχεδόν που τον γνώρισε. Γιατί, άραγε, τι ήταν όλα αυτά που ζούσε μαζί του; Μία οφθαλμαπάτη στην οποία εδώ και δύο χρόνια βυθιζόταν όλο και περισσότερο.
Εκείνος ερχόταν έκαναν έρωτα και μετά έφευγε. Σαν τον κλέφτη. Δυο τρεις φορές μόνο είχε καταφέρει να τον πείσει να μείνει. Κι ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές που είχε ζήσει. Να κοιμάται στη αγκαλιά του κι εκείνος να της χαϊδεύει τα μαλλιά. Πόσο τρελά ερωτευμένη μαζί του ήταν. Αλλιώς δεν θα δεχόταν ποτέ να έχει μία ελεύθερη σχέση. Ήταν πάνω από τις αρχές της όλο αυτό. Αυτή, μία τόσο συνεσταλμένη και ντροπαλή κοπέλα είχε δεχτεί αυτήν την ας την πούμε σχέση με έναν άντρα δέκα χρόνια μεγαλύτερό της. Ποτέ δεν φανταζόταν τον εαυτό της να βρίσκεται με έναν άντρα μόνο και μόνο για να κάνουν έρωτα. Βέβαια, αυτή επιθυμούσε όσο τίποτα άλλο να τον κάνει να την αγαπήσει και σιγά σιγά με τον καιρό πίστευε πως θα κατάφερνε τελικά να έχουν μία όμορφη και αληθινή σχέση. Να βγαίνουν κι αυτοί όπως όλα τα ζευγάρια, να κοιμούνται μαζί, να κάνουν όνειρα. Όμως, μετά από δύο χρόνια το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να βρίσκονται τρείς, τέσσερις φορές το μήνα, να λένε δυο κουβέντες και να ενώνονται τα κορμιά τους σε έναν τρελό και παθιασμένο χορό. Γιατί, ναι το σμίξιμο τους ήταν μοναδικό, ποτέ της δεν είχε νιώσει έτσι για κανέναν άλλον άντρα.
Το μυαλό της ταξίδεψε στην πρώτη μέρα γνωριμίας τους, στην πρώτη φορά που έκαναν έρωτα, και σε όλες τις μετέπειτα φορές που συνέχισαν να βρίσκονται. Όποτε πήγαινε να του πει κάτι περισσότερο, όπως π.χ να πάνε για έναν καφέ, εκείνος της αρνιόταν με διάφορες δικαιολογίες.
Η καλύτερη της φίλη της, η Ζωή, προσπαθούσε με τις συμβουλές της να της ανοίξει τα μάτια ώστε να τον παρατήσει, δεν ήταν για εκείνην της έλεγε. Όσο διατηρούσε αυτή την κρυφή σχέση το μόνο που κατάφερνε ήταν να διαλύει ψυχικά τον εαυτό της. Έπρεπε να κοιτάξει τριγύρω της. Υπήρχαν τόσα παιδιά που ήθελαν να βγει μαζί τους. Όχι, όμως, εκείνη δεν άκουγε, δεν έβλεπε, είχε μάτια μοναχά για εκείνον. Εκείνον τον έρωτα που την τύφλωνε και την έκανε να παραμιλάει στο άγγιγμά του.
Όμως, ο καιρός περνούσε και τίποτα δεν άλλαζε. Η Ηρώ πάντα έμενε μόνη. Να κοιτάζει το ρολόι και τις στιγμές που μετρούσαν χωρίς εκείνον δίπλα της. Το άρωμα του ακόμη πλανιόταν στο δωμάτιο, ακόμη χάιδευε το κορμί της, ακόμη ξάπλωνε στα σεντόνια της.
Όμως, γιατί πλέον αισθανόταν κουρασμένη. Κι εκείνο το παγωμένο αίσθημα της μοναξιάς που την πλάκωνε ήταν αβάσταχτο. Τα πόδια της δεν την βαστούσαν για να σηκωθεί. Δεν ήθελε να ξαπλώσει ξανά σε εκείνο το κρεβάτι, σε εκείνα τα σεντόνια που μύριζαν τον ιδρώτα τους. Βούρκωσε. Για μια ακόμη φορά τα δάκρυα θα μούσκευαν τα μάγουλά της.
Ντιν Ντιν..Ακούστηκε ο ήχος ενός εισερχόμενου μηνύματος στο κινητό της.
Σαν να ξύπνησε από λήθαργο το έπιασε με λαχτάρα. Πίστευε πως ήταν εκείνος. Κάθε φορά που ακουγόταν αυτός ο ήχος ήλπιζε να ήταν εκείνος που θα της έλεγε να συναντηθούν. Γιατί πάντα βρισκόντουσαν όποτε είχε όρεξη εκείνος.
Το όνομα στην οθόνη του κινητού δεν την ικανοποίησε. Ήταν ο Ανδρέας ένας καινούργιος συνάδελφος από τη δουλειά που εδώ και τρείς μήνες επέμενε να πάνε για έναν καφέ. Κι αυτό την θύμωνε , την εξόργιζε ακόμη περισσότερο γιατί από άλλον ευχόταν να της ζητήσει να πάνε για καφέ εδώ και δύο χρόνια και άλλος της το ζητούσε. Γιατί η ζωή να είναι τόσο άδικη αναρωτιόταν. Η φίλη της, η Ζωή, προσπαθούσε να την πείσει να βγει με τον συνάδελφο της, να του δώσει μία ευκαιρία, μία καινούργια γνωριμία θα της έκανε καλό, της έλεγε. Όμως, εκείνη ήταν ανένδοτη. Είχε μυαλό μόνο για εκείνον.
Όμως, πλέον ένιωθε πολύ κουρασμένη και ταυτόχρονα αηδιασμένη με τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί έκανε πράγματα πέρα από τις αρχές της, πράγματα που την εξόργιζαν και την έκαναν να θυμώνει με τον αδύναμο χαρακτήρα της. Γιατί ποτέ της δεν είχε το σθένος να του αντισταθεί. Να του πει «όχι». Πάντα έκανε ότι της έλεγε. Πάντα. Όμως, για πόσο θα κρατούσε αυτή η ιστορία; Ξανακοίταξε το εκκρεμές ρολόι στον τοίχο. Οι δείκτες του προχωρούσαν αργά και βασανιστικά. Τικ τοκ Τικ τοκ.. .Όλα έμοιαζαν να κινούνται στον ίδιο φαύλο κύκλο. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν η ώρα να αλλάξουν. Τι θα γινόταν αν έβγαινε με τον Αντρέα; Αν του έδινε μία ευκαιρία;
Στο μυαλό της ήρθαν τα λόγια της Ζωής.
« Πρέπει να προχωρήσεις μπροστά φιλενάδα μου, να δώσεις στον εαυτό σου μία ευκαιρία που να την αξίζει. Αυτός ο άνθρωπος δεν σου κάνει καλό. Δεν το βλέπεις; Αναλύεσαι σε μία καταδικασμένη, ο Θεός να την κάνει, σχέση και ξεχνάς την Ηρώ. Εσύ η ρομαντική, η ονειροπόλα, η αθεράπευτα ερωτευμένη με τον θεσμό της οικογένειας πως έχεις επιτρέψει στον εαυτό σου να πέσει τόσο χαμηλά; Ένα υποχείριο έχεις γίνει στα χέρια αυτού του άντρα που σε εκμεταλλεύεται ασύστολα, δεν το βλέπεις; Ξύπνα πριν να είναι πολύ αργά για σένα. Κοίταξε γύρω σου. Ψάξε για αληθινές στιγμές ευτυχίας και όχι για κλεμμένες στιγμές. Τις δανεικές στιγμές θα έρθει κάποτε να στις πάρει το πλήρωμα του χρόνου, ελευθερώσου τώρα από αυτές, σπάσε τα δεσμά σου και γύρνα την πλάτη σε ότι συνήθιζε να σε πληγώνει. Κλείσε την πόρτα για να ανοίξει μία καινούργια πόρτα. Τώρα φιλενάδα μου πριν να είναι πολύ αργά..»
Πόσο δίκιο είχε η φίλη της. Αυτός ο άντρας δεν της έκανε καλό. Έπρεπε να ανοίξει μία καινούργια πόρτα και να εξερευνήσει τον νέο κόσμο που θα συναντούσε εκεί. Τα παλιά πράγματα τα πετάμε και τα κλειδώνουμε σε ένα μπαούλο, σκέφτηκε. Δεν τα χρειαζόμαστε πια. Αυτό λοιπόν θα έκανε κι εκείνη. Έψαξε στο κινητό της το όνομα του το κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά το διέγραψε από τη μνήμη. Ύστερα, πληκτρολόγησε ένα «ναι» στο μήνυμα του Ανδρέα και σηκώθηκε. Πήγε στο κρεβάτι ξέστρωσε τα σεντόνια και τα έβαλε στο πλυντήριο. Κοίταξε στον καθρέφτη το θλιμμένο πρόσωπο της και σκούπισε τα δάκρυα με την παλάμη της.
«Όχι, πια, άλλα δάκρυα! Μόνο χαμόγελα από δω και πέρα Ήρω! Μόνο χαμόγελα» φώναξε στον εαυτό της για να πιστέψει τα ίδια της τα λόγια.