Γράφει η Άντζελα Καμπέρου
Ζεστό φιλί, σφιχτή αγκαλιά, ένας κόσμος δικός μας αποκλειστικά, ο ήλιος καυτός να ροδίζει τα πρόσωπα μας και η θάλασσα γλυκιά και δροσερή, σκέτη λίμνη, να δροσίζει τα κορμιά μας.
Αυτό που ζήσαμε δεν το λες και ολόκληρη ζωή, μα σίγουρα ήταν η δική μου ζωή. Για όσο τα χέρια σου τυλίγονταν γύρω από το κορμί μου, για όσο η ανάσα σου έκαιγε τον λαιμό μου και μούδιαζε το μυαλό μου ήσουν ολόκληρη η ζωή μου.
Για όσο ήσουν η πρώτη μου σκέψη κάθε ώρα και στιγμή, σε κάθε τι που έκανα, σε όποιον συναντούσα, για όσο η διάθεση σου καθόριζε την δική μου και το πρόγραμμά σου γινόταν και δικό μου, ήσουν ολόκληρη η ζωή μου.
Μα άρχισες να παίρνεις μικρά μικρά κομματάκια από αυτή και άρχισες να την αφήνεις λειψή. Με αναπάντητα μηνύματα και τηλέφωνα, με απροσδιοριστίες και τύπου δικαιολογίες. Από ένα σημείο κι έπειτα έπαψες ακόμα και να προσπαθείς να καλυφθείς.
Έφευγες. Έφευγες και το έκανες τόσο επίπονα φανερό πως έφευγες.
Οι λέξεις σου πονούσαν, το βλέμμα σου με έκανε να νιώθω αόρατη, ένιωθα λες και περνούσε από μέσα μου και κοιτούσες κάπου αλλού, οπουδήποτε πέραν από εμένα.
Και έφυγες. Όπως απρόσμενα και σαν βεγγαλικό ήρθες, τόσο απρόσμενα και επίπονα έφυγες.
Και εγώ έμεινα πίσω για καιρό. Παραπάνω από όσο θα ήθελα να παραδεχτώ.
Μα τώρα φεύγω.
Φεύγω.
Σ’αγαπούσα.
Ακόμα σ’αγαπώ.