Γράφει ο Γιώργος Καραγεωργος
Ακόμη μια μέρα ξημέρωσε και σήμερα, έφυγε η νύχτα κι ήρθε η Κυριακή, έφυγε το σκοτάδι κι ήρθε το φως. Ένας ήλιος λαμπερός σκέπασε τα πάντα, ζέστανε τα πάντα κι έδωσε ζωή στα πάντα ή μάλλον, σχεδόν στα πάντα…
Στην μικρή πλατεία, δίπλα από την παιδική χαρά, στο τσιμεντένιο παγκάκι, υπήρχε κάτι σκοτεινό και παγωμένο, σχεδόν νεκρό. Υπήρχε ένα ανθρωπόμορφο κι απόκοσμο πλάσμα, μια παραφωνία δηλαδή, που χαλούσε όλη την υπόλοιπη αρμονία γύρο του.
Οι περαστικοί, οι περίεργοι κι οι τάχα ευτυχισμένοι με το λίγο ή και με το καθόλου, στεκόταν και τον παρατηρούσαν από μακριά.
“Αυτόν τον ξέρω”, είπε μια κυρία, “τον είχα δει δρόμο πριν λίγες μέρες να τραγουδάει και να γελάει, τι να τον κατάντησε έτσι;”, αναρωτήθηκε.
“Εγώ τον είχα δει σε ένα μπαράκι εδώ πιο κάτω, να κρατάει αγκαλιά μια γυναικά κι ήταν τόσο όμορφος, όντως, τι τον κατάντησε έτσι;”, πρόσθεσε ένας νεαρός.
“Κι εγώ τον ξέρω”, συμπλήρωσε ένας άλλος περαστικός και κοντοστάθηκε, “πέρασε δίπλα μου πριν λίγες μέρες και μου έκανε εντύπωση η λάμψη του, τι τον κατάντησε έτσι;”, είπε με την σειρά του.
Κι ένα παιδί που μπήκε στην κουβέντα, δήλωσε πως τον ήξερε, “Είχε έρθει μια μέρα στο ανθοπωλείο της μαμάς μου κι αγόρασε όλα τα κόκκινα τριαντάφυλλα, τι τον κατάντησε έτσι ρε γαμώτο;”.
Κι όσο οι περίεργοι κι οι περαστικοί ψιθύριζαν ετούτα εδώ τα λόγια, κι όλοι μαζί είχαν ακριβώς την ίδια απορία, “τι τον κατάντησε έτσι;”, ο σκοτεινιασμένος άντρας έμενε ακίνητος, σκυφτός και συννεφιασμένος.
Τα ρούχα του είχαν λεκέδες, τα μαλλιά του ήταν ατημέλητα, τα παπούτσια του ήτανε σκονισμένα, κι όλος αυτός ο ήλιος που υπήρχε γύρω του δεν τον ακούμπαγε, θαρρείς πως σήμερα ο ήλιος έστελνε ολούθε και σε όλους γενναιόδωρα τις ακτίνες του, εξαιρώντας μοναχά αυτόν τον άντρα.
Ένα κορίτσι, που έστεκε λίγο πιο πέρα κι είχε ένα χαμόγελο γεμάτο αίνιγμα κι ικανοποίηση συνάμα, πλησίασε τους απορημένους ανθρώπους, κι αφού τους άφησε, χωρίς να τους διακόψει, να πούνε ότι είχανε να πούνε, μπήκε ανάμεσα τους, και τότε τους είπε επιβλητικά…
“Εγώ τον κατάντησα έτσι, εγώ τον σκότωσα και θα σας την λύσω ευθείς αμέσως την εύλογη απορία σας.
Το κουφάρι που το κοιτάτε τώρα και που όλοι σας το θυμάστε πως κάποτε ήταν ζωντανό, λαμπερό και χαμογελαστό, εγώ το σκότωσα και το άφησα ένα πτώμα άθαφτο κι ατιμασμένο. Εγώ σας λέω το σκότωσα, για να του δείξω του αδύναμου, ότι εγώ είμαι η δυνατή, και για να αποδείξω σε όλους σας, πως όταν ο έρωτας πέφτει σε χέρια ικανά, τσακίζει και σκοτώνει εντελώς αναίμακτα και τελείως ατιμώρητα για τον φονιά που διαπράττει το έγκλημα!
Αυτόν που βλέπετε λοιπόν σε εκείνο το παγκάκι, μην αμφιβάλλετε καλοί μου άνθρωποι, έχει πεθάνει πια οριστικά και αμετάκλητα.
Από έρωτα έχει πεθάνει!
Μου πήρε χρόνο, σπατάλησα κόπο, προσπάθησα και μια και δυο και τρεις φορές, μα σήμερα νιώθω τόσο πολύ υπερήφανη που επιτέλους τα κατάφερα, που σκότωσα έναν άντρα από έρωτα…
Κυρίες και κύριοι, υποκλιθείτε μου!”, τους είπε η γυναίκα, κι ύστερα αποχώρησε με τον αέρα και την σιγουριά, εκείνου που διέπραξε το τέλειο έγκλημα και που θα μείνει για πάντα ανεξιχνίαστο, ξεχασμένο στα συρτάρια των αρχών κι ατιμώρητο εντελώς.
Κυρίες και κύριοι, υποκλιθείτε της!