Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Κι ερωτεύτηκα τη φωνή σου, από εκείνη την πρώτη φορά που συναντήθηκα μαζί της, σε μια από τις νυχτερινές φυγές, χωρίς προορισμό και χωρίς σημάδι στο χάρτη, με κλειστό κινητό και πυξίδα χαλασμένη.
Ένα ραδιόφωνο να παίζει στο βάθος, μια πόλη που κοιμόταν κι εγώ να οδηγώ χωρίς λόγο.
Μόνο εσύ ξύπνιος, να μιλάς σε άγνωστους.
Να μιλάς και σε μένα, χωρίς να το ξέρεις.
Δεν ήξερα ποιος ήσουν, αλλά ήξερα τη φωνή σου.
Κι αυτό ήταν αρκετό.
Είχε κάτι από μυστικά που καίγονται αργά κι από ουίσκι που καίει στο λαιμό.
Ένα πάτημα βραχνό, μια παύση λίγο πιο μεγάλη απ’ όσο έπρεπε, σαν να ήθελες να πεις κάτι που δεν έλεγες.
Ερωτεύτηκα εκείνες τις ανάσες σου ανάμεσα στις νότες.
Το πώς άλλαζες θέμα απότομα, λες και προσπαθούσες να ξεφύγεις από μια σκέψη που σε κυνηγούσε.
Το πώς κάποια τραγούδια τα αγαπούσες λίγο παραπάνω και φαινόταν.
Το ραδιόφωνο και η φωνή σου ήταν πάντα εκεί.
Δεν με ρώτησε ποια είμαι, αν έχω κάποιον να με περιμένει, αν η φυγή μου είχε αφετηρία ή αν ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει.
Απλά έπαιζε(ς).
Κι εσύ, μέσα του, να μιλάς σαν να ήμασταν μόνοι στον κόσμο.
Το ραδιόφωνο είναι το πιο ειλικρινές ψέμα.
Σε κάνει να νιώθεις πως κάποιος μιλάει μόνο σε σένα, ακόμα κι αν μιλάει σε χιλιάδες.
Σε κάνει να πιστέψεις πως δεν είσαι μόνος, ακόμα κι αν είσαι.
Και τώρα τι;
Τώρα που η εκπομπή τελείωσε και η σιγή ξαναγύρισε;
Τώρα που έμεινα να οδηγώ κατά καιρούς αυτές τις αγαπημένες μου νύχτες, να αναζητώ ασυναίσθητα τη φωνή σου, και να αναρωτιέμαι αν ήσουν πραγματικός ή απλά μια φωνή που έφτιαξε η ανάγκη μου;
Κι αν μια μέρα σβήσεις το μικρόφωνο, αν σταματήσεις να μιλάς, να ξέρεις…
Κάπου, κάποια, σε μια νύχτα που έμοιαζε ατελείωτη, σε ερωτεύτηκε.
Χωρίς να σε δει.
Χωρίς να σε ξέρει.
Αλλά σε άκουσε.
Και καμιά εικόνα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό.