Γράφει η Άννα Παπαϊωάννου
Δεν έρχεται με φωνές. Δεν συνοδεύεται από μια δραματική έξοδο, από λόγια που κόβουν σαν μαχαίρι, από ένα τέλος που γράφεται με ένταση.
Έρχεται αθόρυβα.
Κάπου ανάμεσα σε ένα “θα τα πούμε αύριο” που δεν έγινε ποτέ αύριο.
Σε ένα “είμαι κουρασμένος” που έγινε συνήθεια.
Σε ένα “θα μιλήσουμε αργότερα” που αργότερα δεν ήρθε ποτέ.
Τα πιο ύπουλα τέλη δεν γκρεμίζουν. Δεν σπάνε τίποτα απότομα. Αφήνουν μικρές ρωγμές, τόσο ανεπαίσθητες στην αρχή που δεν τους δίνεις σημασία.
Μέχρι που μια μέρα ξυπνάς και συνειδητοποιείς ότι όλα έχουν αλλάξει.
Ότι η απόσταση δεν είναι πια κάτι προσωρινό.
Ότι η σιωπή δεν είναι πλέον η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας.
Ότι εκείνος που κάποτε ήταν ο κόσμος σου, τώρα είναι απλώς ένας ξένος που κάποτε ήξερες.
Και το χειρότερο δεν είναι πως τελείωσε.
Το χειρότερο είναι πως δεν ξέρεις ακριβώς πότε τελείωσε.
Δεν υπήρξε μια τελευταία σκηνή που να μπορείς να κρατήσεις, μια στιγμή που να πεις “εκεί τελείωσαν όλα”.
Υπήρξε μόνο μια σταδιακή φθορά, ένα τέλος που απλώθηκε μέσα στον χρόνο, μια αγάπη που έσβησε σιγά-σιγά, μέχρι που χάθηκε εντελώς.
Και εσύ έμεινες να κοιτάς το κενό, να προσπαθείς να ενώσεις τις στιγμές, να αναρωτιέσαι πότε ακριβώς σταματήσαμε να υπάρχουμε.
Αλλά το πιο ύπουλο τέλος… δεν έχει ημερομηνία.
Έχει μόνο μια αίσθηση που σε βαραίνει, μια σιωπή που δεν χρειάζεται καμία εξήγηση.
Και την απόλυτη βεβαιότητα πως, αν χρειάζεται να ρωτήσεις πότε τελείωσε, τότε έχει τελειώσει εδώ και καιρό.