Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Ο χωρισμός μας ήταν σαν εκείνο το μοναχικό ζεϊμπέκικο που χορεύει ένας άντρας όταν δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει. Από αυτά που οι στροφές είναι αργές, βαριές, κι οι πληγές μοιάζουν να βαθαίνουν με κάθε χτύπημα στο πάτωμα. Όχι για το κοινό. Όχι για κανέναν. Μόνο για να αντέξεις τον εαυτό σου.
Το σκηνικό, σαν να βγήκε από παλιά ασπρόμαυρη ταινία, με τον καπνό να στροβιλίζεται στον αέρα, το μπουζούκι να κλαίει σε μια γωνιά, και μια σιωπή που κόβει σαν μαχαίρι. Όλα γύρω θυμίζουν εσένα. Κάθε νότα, κάθε ήχος, κάθε κενό. Όσο χορεύω, νιώθω τα κομμάτια μας να περνούν από μπροστά μου, σαν καρέ μιας ταινίας που δεν έχει ευτυχισμένο τέλος.
Σε θυμάμαι παντού. Στο τσιγάρο που καίει ξεχασμένο στο τασάκι, στη μυρωδιά που ακόμα αιωρείται στο σπίτι, στη σιωπή που έχει γεμίσει κάθε δωμάτιο. Το τέλος μας βαραίνει σαν πέτρα στο στήθος, κι εγώ ψάχνω μέσα μου τη δύναμη να μην σωριαστώ. Όμως αυτό το ζεϊμπέκικο δεν είναι για τη λύτρωση. Είναι για την αποδοχή. Για να παραδεχτώ ότι όλα όσα χτίσαμε έσπασαν, κι εγώ είμαι εδώ να μαζεύω τα κομμάτια μόνος.
Δεν ξέρω πώς να προχωρήσω. Η αλήθεια είναι πως δεν θέλω. Ακόμα κι αν ξέρω ότι δεν υπάρχει γυρισμός, ακόμα κι αν το τέλος είναι πια οριστικό, μια φωνή μέσα μου συνεχίζει να ψιθυρίζει το όνομά σου. Ίσως γιατί πάντα θα είσαι δική μου. Ίσως γιατί, όσο κι αν πονάει, δεν ξέρω πώς να σε αφήσω να φύγεις.
Αυτός ο χορός είναι το μόνο που μου απέμεινε. Ένας άντρας, μόνος, με τον πόνο του να τον συντροφεύει. Όχι για να τον λυπηθεί κανείς. Αλλά για να θυμάται. Γιατί ένα ζεϊμπέκικο, όσο βαρύ κι αν είναι, είναι πάντα αντρίκιο. Είναι η στιγμή που ο πόνος σου γίνεται χτύπημα στο πάτωμα και κάθε βήμα λέει όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια.
Και όταν τελειώσει, μένει μόνο η σιωπή. Εκείνη που λέει τα πάντα.