Δυο χέρια στο λαιμό μου..
Κι όλα τα όμορφα δύστυχα μαραζώνουν μέσα μας.
Ήθελα αλλά δεν ήξερα πόσο πολύ θα πονέσει. Με δυο χέρια την έσφιξα στην αγκαλιά μου τοσο σφιχτά που της κόπηκε η ανάσα,ούτε που το κατάλαβα όμως.
Το αναλογίστηκα μετά αλλά η λαχτάρα μου για κείνη θώπευε κάθε κρυφό μου πόθο.
Αποχωρίζεται το πόσο δυνατά την θέλω?
Είναι πάνω από μένα όλο αυτό,δεν μπορώ να την αποχωριστώ.
Μου έγινε συνήθεια τόσες ημέρες. Κοιμάμαι και ξυπνάω με μια λαχτάρα στο προσκεφάλι μου..
Πως αποχωρίζονται οι λαχτάρες;
Την αποκομίζω στα πόδια μου,και ξυπνάει κάθε ελπίδα μου,ζωντανεύει κάθε ανάσα μου μισή!
Αναζητώ απο εκείνη κάθε θλιμμένη στιγμή που έχασα μακριά της.
Κι εκείνη μαγειρεύει μαγικά φίλτρα έρωτα, η σπεσιαλιτέ της.
Κι εγώ τα απολαμβάνω ρουφώντας κάθε θέλω της,ανάμεσα κενό και αθανασίας,υποκύπτοντας στην πηγή παρασκευής τους. Δεν αποχωρίζονται οι Άγγελοι τους Αγγέλους της είπα.
Άφησα ένα δάκρυ στην μοναχική ψυχή της,και έχτισα δυο πατήματα μέσα μου,μην τυχόν και δεν την ξαναδώ.
Ένα ζευγάρι φτερά δικά μου,φορά για φυλαχτό..
Αυτό μου αρκεί. Αρρωστημένους αποχαιρετισμούς ποτέ δεν εθέλησα.
Δυο χέρια στο λαιμό μου δεν με αφήνουν να αναπνεύσω.
Ανοίγω τα μάτια μου με δυσκολία,το οξυγόνο μου πιστεύω οτι τελειώνει, αλλά είναι ο χρόνος που τελειώνει και στεγνώνουν τα μαγικά φίλτρα μέσα μου. Δυο χέρια που θα φιλήσω.
Δυο μάτια που θ’ αποχαιρετήσω.
Πνίγομαι μόνος μου,και πνίγω με την θλίψη μου κι εκείνη. Θα της χαρίσω πίστη και εμπιστοσύνη, κατάρτι γης, θαλάσσης, μην πάθω κάτι μάτια μου, και απο παντού με χάσεις.