Τους ανθρώπους τους ατσαλάκωτους, μην τους φοβάσαι…
Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Βλέπεις ρε φίλε κάτι ανθρώπους, ατσαλάκωτους.
Ο κόσμος να χάνεται γύρω τους κι εκείνοι να είναι ατάραχοι. Να μην τους έχει αγγίξει τίποτα.
Αγρατζούνιστοι μέσα στο μάτι του κυκλώνα.
Πρόσωπο ανέκφραστο, μάτια κενά, παγωμένα. Νομίζεις πως αν πάρουν μια ανάσα παραπάνω θα σπάσει η προσωπίδα τους και θα γίνει χίλια κομμάτια, μαζί κι εκείνοι!
Τους κοιτάς και βλέπεις κάθε κίνησή τους προγραμματισμένη, κάθε λέξη τους τυπική, επιφανειακή, ανούσια.
Αγέρωχοι και δυνατοί. Απροβλημάτιστοι και ανέγγιχτοι.
Έχουν θωρακίσει τόσο καλά την εικόνα τους που δεν υπάρχει ούτε μια χαραμάδα για να κοιτάξεις μέσα. Μπορείς μόνο να υποθέτεις γι’ αυτούς. Μπορείς μόνο να φανταστείς. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις.
Μοιάζουν σαν να μην πόνεσαν ποτέ για τίποτα. Σαν να μην τους άγγιξε ποτέ κανένα συναίσθημα. Σαν να μην τράκαραν ποτέ με μετωπική πάνω σε καμιά απογοήτευση.
Αλάθητοι και οχυρωμένοι πίσω από την μάσκα τους δεν μπορείς να τους αγγίξεις. Δεν μπορείς να τους νιώσεις.
Το μόνο που επιθυμούν είναι η απόσταση.
Η απόσταση από εσένα, η απόσταση από την στιγμή, η απόσταση από το τώρα.
Δεν θα ακούσεις το γέλιο τους. Το πολύ πολύ να κλέψεις ένα αμυδρό, αχνό χαμόγελό τους.
Ακόμα και οι λέξεις που θα ακούσεις, αποστειρωμένες είναι.
Δεν περνάνε από την καρδιά τους. Δεν θα αγγίξουν ποτέ καν την δική σου καρδιά.
Δεν θα τους δεις ποτέ με κεφάλι σκυφτό. Δεν θα τους δεις ποτέ με βήμα βαρύ και σκιά ασήκωτη από το βάρος της μέρας.
Μην τους φοβάσαι αυτούς τους ανθρώπους.
Μην τους κοιτάς επιφυλακτικά.
Δώσε τους χρόνο.
Δώσε τους χώρο.
Είναι άνθρωποι που κάποτε έδωσαν πολλά.
Είναι άνθρωποι που κάποτε λύγισαν, που κάποτε πόνεσαν.
Είναι άνθρωποι που κάποτε έδειξαν την αδυναμία τους, εμπιστεύτηκαν πολύ και εύκολα.
Είναι άνθρωποι που για έναν έρωτα σπάραξαν και τσαλακώθηκαν τόσο που στο τέλος δεν αναγνώριζαν τον εαυτό τους.
Είναι άνθρωποι που κάποτε είχαν ανοιχτή καρδιά και ζούσαν τα πάθη τους στο έπακρο.
Είναι εκείνοι που κάποτε το γέλιο τους πλημμύριζε την καθημερινότητά τους και πήγαζε κατευθείαν μέσα από την καρδιά τους.
Μόνο που τώρα δεν έχουν καρδιά. Ή μάλλον δεν έχουν διαθέσιμη καρδιά.
Μπορεί τώρα το πρόσωπό τους να το βλέπεις ατσαλάκωτο και αρυτίδιαστο αλλά κάποτε στο ίδιο πρόσωπο είχαν χαραχθεί όλες οι ρυτίδες έκφρασης που μπορείς να φανταστείς.
Και κάποτε ήταν τιμή τους και καμάρι τους οι ρυτίδες τους. Τις είχαν ζήσει! Τις είχαν αποκτήσει. Ήταν ολοδικές τους.
Μέχρι που κάποιος πέρασε και τις κοίταξε, τις έκρινε, τις έκανε βαθύτερες.
Τόσο βαθιές που φτάσανε στην ψυχή τους.
Έδωσαν από μέσα τους κάθε απόθεμα που τους είχε μείνει και τώρα μετράνε το τίποτα από μέσα τους και το ξαναχτίζουν από την αρχή.
Επιλέγουν να τα κάνουν όλα με πρόγραμμα και χειρουργική ακρίβεια, ακριβώς γιατί δεν αντέχουν άλλες εκπλήξεις.
Επιλέγουν.
Λέξη κλειδί.
Δεν επιτρέπουν πια στον εαυτό τους τίποτα αυθόρμητο. Τίποτα τυχαίο και μοιραίο δεν τους παρασύρει πια.
Έζησαν πολλά. Γρήγορα. Τα έδωσαν όλα και τώρα δεν έχουν άλλο απόθεμα να καταθέσουν στο ταμείο της ζωής.
Κι όμως, έρχεται μια στιγμή, ένας άνθρωπος, που μπαίνει με τόση ορμή, τόσο μοιραία, που δεν προλαβαίνει κανείς να αντισταθεί.
Ακόμα κι ο πιο καλά θωρακισμένος χαρακτήρας, τότε, έρχεται και παραδίδει τα όπλα του. Κατεβάζει τις μάσκες του.
Παραδίδει τον εαυτό του. Κι ας ξέρει πως είναι ο τσακισμένος εαυτός του που μόλις είχε καταφέρει να ξαναπατήσει στα πόδια του.
Παραδίδει το είναι του. Παίρνοντας το ρίσκο.
Άλλη μια φορά.
Τσαλακωμένοι, τρωτοί, χωρίς μάσκα, χωρίς προσωπίδα.
Έτοιμοι για όλα, ακόμα μια φορά.
Κι ας ξέρουν από την αρχή, το τέλος.
LoveLetters