Γράφει η Στέλλα Γρηγοροπούλου
Ποιος να μου το ‘λεγε πως θα ερχόταν πάλι.
Εκείνη η θάλασσα, μαζί με το καλοκαίρι και δίπλα της εσύ.
Μα δεν έχει εποχές η θάλασσα, μα δεν έχεις εποχές εσύ.
Πάντα εμφανίζεται την πιο κατάλληλη στιγμή, να, όπως και εσύ.
Μέσα στα μάτια μου, πάνω στο κορμί μου, υγρό και πασπαλισμένο με αλάτι, σαν τον έρωτα, σαν και εσένα.
Κάνει παφλασμούς και προσπαθεί να ξεφύγει, να έρθει, να μείνει και λίγο μετά να γίνει ήρεμη σαν τον ποτάμι, να κατευνάσει το πάθος της και να με μαντρώσει για πάντα.
Να με κάνει δική της για να μην βγω ποτέ από κει μέσα. Μια άγρια γεμάτη πάθος, μια ήρεμη γεμάτη έρωτα.
Μέσα στο γαλάζιο, να, όπως και εσύ.
Έτσι τα καταφέρνει πάντα, έτσι μπορείς και εσύ.
Μην φύγει, σου λέει, να την έχω με τα δικά της θέλω, μην βαρεθεί.
Μα, ποιος την βαριέται την θάλασσα, μα, ποιος μπορεί να βαρεθεί εσένα.
Έλεος δεν δείχνει, κάθε εποχή πάντα εκεί, πάντα τα ίδια, να μου δίνει τα πάντα της, να τα δω από την αρχή σαν να μην έγιναν ποτέ ξανά τα ίδια.
Έτσι, να, όπως και εσύ.
Τι σου είναι ετούτη η θάλασσα.