Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Πόσο σου ζήτησα;
Δέκα λεπτά; Ένα τέταρτο;
Μου έδωσες πέντε λεπτά και μου είπες ότι βιάζεσαι.
Κι απ’ όσα σου είπα, κράτησες τις λέξεις, χωρίς να αφήσεις τον εαυτό σου να νιώσεις οτιδήποτε.
Τόσο πολύ φοβήθηκες τον έρωτα..
Τόσο πολύ φοβήθηκες το μαζί κι έκτοτε περιορίζεσαι σε κάτι που περίπου σε γεμίζει, περίπου σε κρατάει, περίπου σε προσέχει.
Τόσο πολύ φοβήθηκες να σε προσέχει κάποιος, που επέλεξες άλλη μια φορά να προσέχεις εσύ τον εαυτό σου;
Τόσο πολύ φοβήθηκες που έφτιαξες άλλη μια περίπου σχέση, περίπου παρουσία για να μπορείς να ζεις μια ολόκληρη απουσία;
Σε πονάω κορίτσι μου, το ξέρω.
Δεν σου αρέσει να κοιτάς την μοναξιά σου κατάματα.
Την γεμίζεις με φλύαρους ανθρώπους, της φοράς μεγάλο χαμόγελο κι ένα “εγώ μπορώ” και συνεχίζεις με ψηλά την ασπίδα να προχωράς.
Μόνη, με διαλείμματα.
Γιατί δεν με εμπιστεύτηκες ποτέ, σε ρώτησα ένα βράδυ.
Γιατί δεν ξέρεις να ξεχωρίζεις τον έρωτα από τα απωθημένα, μου απάντησες.
Ποιος ξέρει αν κατάλαβες ποτέ πόσο σε ερωτεύτηκα στη ζωή μου. Πόσο σε θέλησα, πόσο σε ζήτησα. Πόσα θέλησα να τινάξω στον αέρα για εσένα.
Δεν με εμπιστεύτηκες και δεν πίστεψες ποτέ πως δεν είσαι ένα πείσμα, ένα καπρίτσιο. Ένας εγωισμός, όπως μου είπες.
Κι έτσι κάτσαμε ο ένας απέναντι στον άλλο, με τα λεπτά να μετράνε αντίστροφα μέχρι να τελειώσουν τα 5 μου λεπτά και μου μίλησες εσύ για πείσμα και εγωισμό.
Μου μίλησες εσύ για μαζί, για έρωτα, για αφοσίωση, για πίστη.
Εσύ, που όλα αυτά τα έχεις μοιραστεί μόνο με τη μοναχικότητά σου.
Κι όταν σου είπα, θα πήγαινα παντού στον κόσμο για εσένα, θα άφηνα τα πάντα για εσένα, θα άλλαζα τα πάντα για εσένα, θα ταξίδευα παντού με εσένα, εσύ μου χαμογέλασες με αυτό το αδιόρατο χαμόγελο μεταξύ ειρωνείας και πικρίας.
Τι κρίμα, να μην ξέρεις πως δεν υπήρξες ποτέ ένα πείσμα αλλά ένας έρωτας.