Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
«Τις καλές κουβέντες για εμάς τις μετράμε όταν τις λένε οι άλλοι, άσχετα τι πιστεύουμε για τον εαυτό μας», μου είπε μια μέρα ο πατέρας μου.
Δεν το είπε σαν συμβουλή ή πατρική νουθεσία. Το πέταξε έτσι σε μια κουβέντα μας για κάποιον που μιλούσε ασταμάτητα για τα κατορθώματά του. «Οι καλές κουβέντες για τον εαυτό σου δε λέγονται από σένα», μου είπε. «Λέγονται από τους άλλους. Εκεί είναι το μέτρο». Τότε δεν κατάλαβα πλήρως τι εννοούσε. Αργότερα όμως, το κατάλαβα πολύ καλά. Ειδικά όταν άρχισα να ακούω τι έλεγαν οι άλλοι για εκείνον.
Ήταν άνθρωπος της πράξης. Όσοι τον ήξεραν, ξέρουν. Δε χρειαζόταν πολλά λόγια. «Αν θες κάτι να γίνει, φώναξε τον Πόντιο», έλεγαν. Ήταν εκεί, παρών, πάντα πρώτος να βοηθήσει, να φτιάξει, να σκεφτεί λύσεις. Δεν ήξερε από “όχι δεν μπορώ”. Ήξερε μόνο από “πώς θα το κάνουμε να γίνει”.
Δεν ήταν όμως “ήσυχος”. Ήταν, όπως λέγανε, «τρελός, αλλά ωραίος τρελός». Με χιούμορ, με ένταση, με αυθορμητισμό που σε ξάφνιαζε. Ήταν από αυτούς που δεν τους ξεχνάς εύκολα, ούτε όταν γελούν, ούτε όταν θυμώνουν.
Και θύμωνε. Αλλά ποτέ άδικα. Γιατί ο θυμός του είχε πάντα βάση. «Αν δε σε μαλώσει, δε σε αγαπάει», λέγανε. Και το πίστευα. Σε μάλωνε γιατί ήθελε να σε δει καλύτερο. Ενοχλούνταν με την αδιαφορία, με την τεμπελιά, με το “δε βαριέσαι”. Ήταν αυστηρός, αλλά δίκαιος. Το λένε όσοι δούλεψαν μαζί του, όσοι τον έζησαν, όσοι τον είδαν να φέρεται με τον ίδιο τρόπο στον “μεγάλο” και στον “μικρό”.
«Είναι φωνακλάς, απότομος αλλά δίκαιος», αυτό ακούω ξανά και ξανά. Κι αυτή είναι ίσως η πιο μεγάλη τιμή για εκείνον. Όχι τα “ευχαριστώ”, ούτε οι φιλοφρονήσεις. Αλλά η αναγνώριση ότι στάθηκε δίκαιος. Κι αυτό δεν το λέει κανείς για σένα αν δεν το έχει δει, αν δεν το έχει ζήσει.
Κι είχε κι ένα άλλο χαρακτηριστικό, πιο σπάνιο. Σου έδινε πολλές ευκαιρίες. Γιατί του δώσανε πολλές ευκαιρίες και ήξερε. Ακόμα κι αν είχε σχηματίσει μια άσχημη άποψη για σένα, δεν σε απέρριπτε αμέσως. Περίμενε. Παρατηρούσε. Έδινε χώρο. Έβαζε μικρές “δοκιμασίες”. Όχι για να σε τιμωρήσει, αλλά για να δει ποιος πραγματικά είσαι. Ήλπιζε να τον διαψεύσεις θετικά, να τον κάνεις να αλλάξει γνώμη. Κι αν τα κατάφερνες, κέρδιζες τον σεβασμό του για πάντα.
Όμως αν, μετά από καιρό, ένιωθε ότι δεν είσαι άνθρωπος της στόφας που αξίζει να δώσει άλλο χρόνο, απλώς απομακρυνόταν. Όχι με φασαρία, ούτε με δράμα. Δε θα σε διέγραφε με φωνές. Απλώς αποσυρόταν, αθόρυβα. Σε έκανε να αναρωτιέσαι αν ποτέ τον γνώρισες πραγματικά. Κι αυτή η σιωπηλή του απόσυρση ήταν πιο ηχηρή από οποιονδήποτε καβγά. Γιατί καταλάβαινες πως η σχέση είχε τελειώσει.
Μου έμαθε να μη λέω πολλά για μένα. Να κάνω. Να προσπαθώ. Να αφήνω τους άλλους να πουν αν άξιζε. Μου έμαθε να ακούω τις καλές κουβέντες, όχι για να καμαρώνω, αλλά για να μετράω πού στέκομαι.
Σήμερα, κάθε φορά που κάποιος λέει κάτι καλό για μένα, σκέφτομαι εκείνον. Σκέφτομαι τι θα έλεγε. Και κάθε φορά που λένε κάτι καλό για εκείνον, χαμογελώ. Γιατί ξέρω ότι άφησε πίσω του όχι μόνο έργο, αλλά και λόγο.
Κι αυτό, νομίζω, είναι η πιο καλή κουβέντα που μπορεί να ειπωθεί για έναν άνθρωπο. Ότι τον θυμούνται με αγάπη, με γέλιο και με σεβασμό.
