Γράφει η Γεώρα
Τον σιχάθηκα αυτό τον κόσμο. Μου έπεσε βαρύς. Σιχάθηκα τους ανθρώπους και την συμπεριφορά τους. Τα ¨πρέπει¨ τους και τα ¨σωστά¨ τους. Τους ¨κανόνες¨ τους και τα ¨όριά¨ τους. Σιχάθηκα την αχαριστία τους και την κακία τους που την σπέρνουν ανελλιπώς. Σιχάθηκα τον τρόπο που επιλέγουν να ζουν το μεγαλύτερο ποσοστό της. Σιχάθηκα τις ιδέες τους. Είναι σκοτεινές και βρώμικες. Δεν έχουν λάμψη, φως, ήλιο, καθαρότητα. Δεν είναι αγνές.
Σιχάθηκα τις σχέσεις τους, είτε φιλικές είτε ερωτικές. Δεν προλαβαίνεις να γυρίσεις και σε έχουν καρφώσει. Δεν προλαβαίνεις να εμπιστευτείς και σε έχουν προδώσει. Με ξένα σώματα, σε άλλες αγκαλιές της μιας βραδιάς.
Δε στα είπαν ; Έτσι είναι η μόδα φίλε μου. Πάτα επί πτωμάτων, ανέβα ψηλά και κέρδισε. Ύστερα θα πέσεις, αλλά είναι ψιλά γράμματα αυτά, κανείς δεν τα διαβάζει. Σαν τους όρους αποδοχής: πατάς αποδοχή χωρίς να ξέρεις και οι συνέπειες (;), το κρίμα στο λαιμό σου.
Σιχάθηκα και την αγάπη τους, που ανάθεμα και αν ξέρουν να αγαπούν. Αν έχουν νιώσει το μεγαλείο της. Σιχάθηκα σου λέω. Όλοι ίδιοι. Κανένας την ανατροπή. Φοβούνται. Φοβούνται να δημιουργήσουν την προσωπικότητά τους. Ότι λέει η μόδα, η κοινωνία, η εποχή το πράττουν. Είναι το σωστό. Έτσι κάνουν όλοι, σου λένε, γιατί δεν το κάνεις και εσύ; Δέξου την κοινωνία.
Όχι φίλε μου, δεν τη δέχομαι και δεν θα τη δεχτώ! Όχι! Τ’ ακούς; Μου πέφτει λίγη και αυτή και όλοι εκείνοι που την αποτελούν. Δεν έχει τις βάσεις τις δικές μου. Δεν της μίλησαν ποτέ για αγάπη, για σεβασμό, για κατανόηση. Δεν της είπαν πως ότι δεν θέλεις να στο κάνουν να μην το κάνεις. Δεν της έμαθαν τη λέξη αξιοπρέπεια να την φοράει ρούχο της και να μην το βγάζει ποτέ παρ’ όλους τους πειρασμούς που θα υπάρξουν.
Τη σιχάθηκα σου λέω την κοινωνία μας. Μου έπεσε βαριά. Δεν το αντέχω τόσο μαύρο. Πάρε το εισιτήριό μου και πήγαινε, εγώ το πλήθος δεν θα το ακολουθήσω. Εγώ προτιμώ να πάω να φτιάξω τη δική μου κοινωνία. Και μην απορείς, δεν τρελάθηκα. Υπάρχουν ίδιοι σαν και εμένα που θέλουν να την αλλάξουν, που πιστεύουν σε κάτι καλύτερο, που θέλουν κάτι καλύτερο. Μπορεί να είμαστε μακριά αλλά υπάρχουμε!
Και εσύ προτού γελάσεις σκέψου καλύτερα τι πιόνι σε έχουν κάνει και μετά χλεύασε. Αν μπορείς φυσικά! Αν σου επιτρέψουν να σκεφτείς διαφορετικά.
Τον σιχάθηκα αυτό τον κόσμο. Μαύρισε απότομα ο καμβάς του ενώ είχε τόσο όμορφα χρώματα, καιρός να το αλλάξουμε αυτό. Ορίστε τα πινέλα! Ξεκινάμε!