Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Ο «κόσμος». Λέξη που αν τη βγάλεις από τα εισαγωγικά γίνεται όνειρο δελεαστικό που θες να ζήσεις γνωρίζοντάς τον. Αυτός ο «ελεύθερος» κόσμος είναι ποικιλόμορφος, πολύχρωμος και πολύτροπος. Δεν έχει να κάνει με εμάς, αλλά με το που θα θέλαμε να ταξιδέψουμε για να τον γνωρίσουμε.
Όταν όμως αυτά τα έξι γραμματάκια τα τοποθετήσουμε ανάμεσα σε αυτά τα 2 αγκαλιαστά σημεία στίξης η έννοια του συρρικνώνεται, σκοτεινιάζει και μεταμορφώνεται. Γιατί για μάς ο «κόσμος» είναι οι άλλοι. Και συνήθως το τι θα πει ο «κόσμος» έχει να κάνει με αναστολές, ταμπού και προσωπικές απόψεις που έχουν οι άλλοι για εμάς, τη ζωή μας, τις προτιμήσεις μας και τα θέλω μας. Κι όχι μόνο έχουν άποψη, αλλά τη λένε κιόλας. Κι όχι μόνο τη λένε αλλά θέλουν και να σε συμβουλέψουν ή αποτρέψουν, λες και τους το ζήτησε κανείς.
Κι αν όλα τα προηγούμενα αφορούν κι εκείνους, άντε λες να κάτσω να ακούσω τι έχουν να μου πουν χωρίς απαραίτητα να πρέπει να το ακούσω. Όταν όμως ασχολούνται μαζί μας για κάτι που δεν τους αφορά, και θα έπρεπε να τους είναι και παγερά αδιάφορο, είναι η στιγμή που αρχικά σοκάρεσαι. Γιατί δε θες να πιστέψεις αυτά που ακούς. Είτε απευθείας είτε μέσω καλοθελητών. «Δεν μπορεί!», λες, «λάθος θα κατάλαβα».
Και ειδικά τις πρώτες φορές, που είσαι μέσα στα νιάτα και πάνω στα ντουζένια σου, -είναι βέβαιο πως όλοι ξέρουμε που τον έχεις γραμμένο τον κόσμο- ακόμη και τότε θα υπάρξουν βράδια που θα τα χαλάσεις για να βρεις τι λάθος έκανες εσύ για να έχει κάτι να πει για σένα ο «κόσμος».
Μεγαλώνοντας θα διαπιστώσεις πως αυτό δε σταματάει ποτέ. Γιατί ο «κόσμος» έχει πάντα να πει κάτι ακόμη κι αν δεν κάνεις απολύτως τίποτα και κάθεσαι και κοιτάς το ταβάνι. Και ξέρεις γιατί; Γιατί είμαστε τόσο σιχαμένα εγωκεντρικά πλάσματα που αρνούμαστε κατηγορηματικά να ασχοληθούμε με τους εαυτούς μας αφού είναι πιο εύκολο να σχολιάζουμε τους άλλους.
Γιατί για να ασχοληθείς με τον εαυτό σου σημαίνει να παραδεχτείς τις αδυναμίες σου. Να εντοπίσεις τα λάθη σου και τις αστοχίες. Να δεις κατάμουτρα που έχεις άδικο και που έχεις βλάψει κάποιον. Γιατί όλοι, κάπου, κάποτε –ακόμη και άθελά μας- έχουμε βλάψει κάποιον. Και όλο αυτό προϋποθέτει να παραδεχτούμε πως δεν τα γνωρίζουμε όλα και πως απέχουμε πολύ από τη λεγόμενη τελειότητα.
Στον αντίποδα είναι πιο εύκολο να τα αφήσεις όλα αυτά στην άκρη για να σχολιάσεις με ποιον βγαίνει η ανιψιά, του μπατζανάκη, της ξαδέρφης, της θειας σου. Κι αν είναι επιτρεπτό ή όχι να βάφει τα μαλλιά της κανελί με πράσινες βούλες. Και πότε επιτέλους θα παντρευτεί να κάνει κανένα παιδί, αν μπορεί να κάνει παιδί. Κι αν κάνει, αφού έκανε ένα γιατί δεν κάνει και δεύτερο. Και πώς πάχυνε έτσι, ενώ εσύ έχεις να δεις διψήφιο νούμερο στη ζυγαριά από το χίλια οχτακόσια είκοσι ένα!
Τελικά, θέλουμε να ξέρουμε τι λέει αυτός ο «κόσμος»; Μάς ενδιαφέρει; Θα μάς βοηθήσει πουθενά να εξελιχθούμε και να γίνουμε καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας; Πόσο δεκτικοί πρέπει να γίνουμε σε όλο αυτό το θέατρο του παραλόγου; Ή να κουφαθούμε επιλεκτικά;
Η ζωή σου δεν αφορά κανέναν, όσο δεν κάνεις εσκεμμένα κακό σε κάποιον! Αν για κάθε μουρμουρητό που ακούς πίσω από την πλάτη σου αναλώσεις έστω κι ένα χιλιοστόγραμμο φαιάς ουσίας έχουν κερδίσει, στο λέω. Κλείσε τα αυτιά σου ή αντιμετώπισέ τους στα ίσια. Αυτοί οι τύποι ανθρώπων είναι θρασύδειλοι. Δεν αντέχουν την κατά μέτωπο επίθεση και τότε και μόνο τότε μαζεύονται σαν σκουλήκια που τους ρίχνεις νερό.
Κι αν κάποτε αναρωτηθείς τι έχει πει αυτός ο «κόσμος» για σένα, κοίτα ψηλά πάρε μια βαθιά ανάσα, χαμογέλα στραβά και δώσε στον κόσμο λόγους να σε συζητάει.