Γράφει η Σοφία Δημητρίου
Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε. Ίσως ήταν η ματιά σου που έμεινε λίγο παραπάνω, μια στιγμή που πάγωσε στον χρόνο και με έκανε να αναρωτηθώ. Ίσως ήταν τα λόγια σου, που είχαν το βάρος αλήθειας και την τόλμη να μιλάνε για όσα οι άλλοι φοβούνται. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως κάτι μέσα μου άλλαξε.
Εσύ δεν το ζήτησες. Δεν με πίεσες, δεν με προκάλεσες. Ήσουν απλά εκεί. Ειλικρινής, σταθερός, με έναν τρόπο που κάνει τα πάντα γύρω σου να μοιάζουν πιο μικρά. Κι εγώ; Εγώ ένιωσα πως ήθελα να σε φτάσω. Όχι για σένα – για μένα.
Να βγάλω από πάνω μου το βάρος των φόβων και των ανασφαλειών που κουβαλούσα. Να πιστέψω πως μπορώ κι εγώ να γίνω κάτι περισσότερο. Εσύ δεν με έπεισες να αλλάξω, αλλά με έκανες να θέλω να το προσπαθήσω.
Είναι αστείο, ξέρεις. Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας θέλουν να μας αλλάξουν για να ταιριάξουμε στα δικά τους καλούπια. Εσύ όμως; Εσύ ήθελες να είμαι εγώ. Αλλά η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει κάνει ποτέ κανείς.
Ξέρω πως δεν με χρειάζεσαι για να είσαι αυτό που είσαι. Αλλά θέλω να ξέρεις πως ό,τι κι αν κάνω από εδώ και πέρα, ένα κομμάτι της δύναμης που βρήκα, το χρωστάω σε σένα.
Τελικά, μόνο για εκείνον που θαυμάζεις, μπορείς να αλλάξεις. Αρκεί να σε εμπνέει. Και, πίστεψέ με, εσύ είσαι η έμπνευσή μου.