Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Ξέρεις τι με βασανίζει κάποιες νύχτες; Όχι οι φωνές. Όχι οι πόρτες που έκλεισαν. Οι σιωπές. Αυτές οι σιωπές που κάθονται μέσα στο στήθος και πιέζουν, σαν να θέλουν να βγουν αλλά φοβούνται να πάρουν μορφή. Τελικά δεν το προσπαθήσαμε αρκετά… ή απλά δεν το αξίζαμε;
Δεν σου μιλάω τώρα σαν εκείνο το αγόρι που φοβόταν μην σε χάσει. Σου μιλάω σαν άντρας που κουβαλάει ακόμα την ανάσα σου στις μνήμες του. Σαν άνθρωπος που κατάλαβε ότι ο έρωτας δεν είναι μόνο τα “μαζί”· είναι και τα “αντέχουμε;”.
Και κάπου εκεί, χάσαμε το μέτρημα.
Μη με παρεξηγείς — δεν λέω ότι ήμασταν λάθος. Ίσα ίσα. Νομίζω πως ήμασταν το πιο σωστό που ένιωσα ποτέ μου. Απλώς… δεν ξέραμε πώς να το κρατήσουμε. Εγώ ήμουν πεισματάρης, εσύ κουρασμένη. Εσύ ζητούσες ασφάλεια, εγώ ελευθερία. Κι αντί να βρούμε τρόπο να τα ενώσουμε, τα βάλαμε να πολεμήσουν το ένα το άλλο.
Λάθος νούμερο στο πιο σωστό σώμα.
Λάθος χρόνος στο πιο σωστό βλέμμα.
Δεν ήταν ότι δεν ένιωσα. Ήταν ότι δεν ήξερα να μένω όταν φοβόμουν. Κι εσύ, δεν ήξερες να μένεις όταν πονούσες. Μείναμε δυο στρατιώτες που φοβήθηκαν τις πληγές πριν καν ματώσουν.
Κι όμως, δεν σε κατηγορώ. Αν κάτι μου έμαθες, είναι πως καμία μεγάλη αγάπη δεν χάνεται εύκολα. Χάνεται λίγο λίγο. Με τις μέρες που δεν μιλάς, τις αλήθειες που δεν λες, τα βλέμματα που αποφεύγεις, τις αγκαλιές που δίνεις αλλά δεν αφήνεις τον εαυτό σου να νιώσει.
Και τώρα που σε σκέφτομαι, δεν πονάω. Μόνο… αναρωτιέμαι. Αν είχαμε λίγο ακόμα κουράγιο. Αν είχαμε λίγο περισσότερη ωριμότητα. Αν είχαμε μείνει μισή ανάσα παραπάνω ο ένας δίπλα στον άλλον.
Ίσως τότε να μην ψάχναμε τώρα απαντήσεις.
Ίσως τότε να ήμασταν “εμείς” ακόμα.
Αλλά ξέρεις κάτι; Όσο κι αν ψάχνω, όσο κι αν σκαλίζω πίσω, καταλήγω στο ίδιο σημείο:
Δεν ξέρω αν δεν το προσπαθήσαμε αρκετά —
ή αν απλά δεν ήμασταν έτοιμοι για αυτό που αξίζαμε.
Κι αυτό… είναι που με στοιχειώνει περισσότερο.
