Γράφει η Ηρώ Αναστασίου.
Λίγα, λίγα, λίγα.
Και τα πολλά πού είναι, πού χάθηκαν;
Κι αν έρθουν κάποτε, ίσως δεν τα θέλω.
Τώρα που καίγεται η επιθυμία μου, πού είναι;
Τώρα που χάνεται το οξυγόνο μου και δεν μπορώ να αναπνεύσω και πνίγομαι, πού είναι;
Τα λίγα κανείς δεν τα ζήλεψε, γιατί να τα ζηλεύω εγώ;
Τι να την κάνω την ελευθερία μου αν δεν είσαι εσύ μέσα;
Τι να τον κάνω τον πόθο μου που χτυπιέται ασύστολα;
Τι να τον κάνω τον έρωτά μου όταν εσύ είσαι μακριά;
Δεν μας αξίζει μόνο μια στιγμή.
Αυτήν η στιγμή βέβαια ισούται σαν δέκα στιγμές, αλλά μας αξίζουν χιλιάδες τέτοιες στιγμές.
Θέλω να σταματήσει ο χρόνος, να γυρίσει η γη ανάποδα, να αλλάξει η διάθεση σου, να παιχτεί αλλιώς το παιχνίδι.
Γιατί νιώθω σαν να παίζουμε ένα παιχνίδι με φτιαγμένους όρους, όρους φορεμένους κατά τα δικά σου μέτρα και σταθμά.
Η ψυχή είναι 21 γραμμάρια, εσύ πόσο ψυχή μου αφιερώνεις;
Κι αν η μοίρα μας παίζει παιχνίδια με αυτό το λίγο που μας τάισε;
Δεν πιστεύω στην μοίρα στο είπα;
Πιστεύω στις ψυχές, αυτές που αναποδογυρίζουν όλο τον κόσμο για να είναι μαζί.
Εγώ ολόκληρο τον χρόνο μου τον χαρίζω σε σένα, γιατί κυλιέσαι στο μυαλό μου όλη μέρα.
Εσύ προσπαθείς να γεμίσεις τα κενά σου με κάτι που εγώ δεν έχω καταλάβει.
Και νιώθω μισή, λειψή, πεθαμένη.
Με ποιο λόγο να γεμίσω την αναμονή όταν το λίγο σου με πνίγει;
Με ποιο όπλο να τραβήξω σκανδάλη όταν δεν μπορώ να συμβιβαστώ και με πνίγει η αγωνία;
Στα πόσα ντεσιμπέλ να ουρλιάξω όταν ξεριζώνεται η καρδιά μου;
Δεν ζητάω τίποτα πλέον, γιατί αν πρόκειται να το ζητήσω δεν το θέλω καθόλου.
Ήθελα μόνος σου να θέλεις, μόνος σου να επιδιώκεις να με δεις κι όχι να στο ζητάω.
Είναι άδικο να παρατηρώ έναν κόσμο αδιάφορο σε ευαισθησία, σε αγάπη, σε έρωτα.
Είναι άδικο για εμένα μωρέ, γιατί έχω τόση αγάπη μέσα μου και κουρελιάζεται κάθε μέρα, αντί να εκρήγνυται.
Αλλά παρ’όλα αυτά τις θέλω τις στιγμές μας για να νιώθω ζωντανή.
Γιατί μόνο κοντά σου νιώθω ζωντανή, όσο ποτέ άλλοτε.