Στην γωνιά του καναπέ άφησα το σημάδι μου πριν το τέλος μας αγάπη μου
Γράφει η Αριάδνη Αρβανίτη
Έβαλα να πιω καφέ και σε σκέφτομαι. Έχω την εντύπωση πως αν με έβλεπες να είμαι στον καναπέ μας χουχουλιασμένη και με την μεγάλη κούπα καφέ στα χέρια μου θα έσκαγες ένα στραβό χαμογελάκι. Να, σα να σε βλέπω μπροστά μου. Κάθεσαι όρθιος, απέναντι μου με σταυρωμένα χέρια, με κοιτάς και γελάς. Περιμένεις να σηκωθώ και να σταματήσω να κάθομαι νωχελικά στην αγαπημένη μου θέση.
«Έτσι όπως πας θα χρειαστούμε καινούριο καναπέ, σε αυτόν ήδη έκανες βούλιαγμα με το να κάθεσαι συνεχώς στο ίδιο σημείο», θα έλεγες πάλι. Τι θα χρειαστούμε και κουραφέξαλα μου λες; Αφού δεν μέναμε ποτέ επισήμως μαζί. Τα δικά σου δικά σου και τα δικά μου δικά μου. Έτσι με έμαθες. Για να έχει ο καθένας το χώρο και το χρόνο του, τις στιγμές της ιδιωτικότητάς του που, όπως υποστήριζες, τις είχες τόσο ανάγκη! Ψέματα! Για να είναι πιο εύκολος ο χωρισμός τα έκανες όλα αυτά. Και για να ξεπεράσεις στο μικρό κεφάλι σου τη φοβία της δέσμευσης που συνεχώς σου στριφογύριζε και σου τριβέλιζε το μυαλό. Κι ας διατεινόσουν για το αντίθετο! Φοβόσουν το «μαζί»! Σου έπεφτε πολύ! Ήθελες σε όλα όρια και κυρίως ήθελες το χώρο τον δικό σου που θα ήσουν μοναχός σου!
Εντάξει, όλα αυτά καλά. Ως ένα βαθμό τα δέχτηκα και σε δικαιολογούσα. Έλεγα στους φίλους μου ότι δεν μένουμε μαζί γιατί δεν τολμάμε να το αποφασίσουμε, στους συγγενείς μας ότι είμαστε μικροί για γάμο και δεσμεύσεις και σε εμένα ότι με αυτόν τον τρόπο θα σε κάνω να με θέλεις πιο πολύ και εν τέλει να σου γίνω απαραίτητη. Τα είχα βολέψει όλα. Η ιστορία μου «δούλευε» καλά στα κεφάλια όλων μας.
Ωστόσο, ο καιρός περνούσε κι εμείς μέναμε στάσιμοι. Εγώ διανυκτέρευα στο σπίτι σου συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας, τηρώντας με ευλάβεια το πρόγραμμά μας. Ήμουν η γνωστή φιλοξενούμενη σου όπως σου άρεσε να με χαρακτηρίζεις και να γελάμε ατελείωτα με τα χάλια μας! Ξέρεις, από αυτά τα γέλια που νομίζεις ότι προέρχονται από τα εσωτερικά αστεία ενός ζευγαριού αλλά με τον καιρό διαπιστώνεις πόσο πόνο κρύβουν μέσα τους…
Ρε γαμώτο! Μου έλειπε τις μέρες της ιδιωτικότητάς σου αυτή η γωνίτσα μου στον καναπέ σου. Και ήθελα, το αποζητούσα, όσες ώρες τις ξόδευα στο πλάι σου να κάθομαι κουλουριασμένη στην γωνίτσα μου αυτή. Την είχα κερδίσει τη θέση αυτή, διάολε! Και για κανένα λόγο δεν έπρεπε τώρα να κάθεται εκείνη πάνω της. Είχε το αποτύπωμα του δικού μου κορμιού, τα δικά μου δαχτυλικά αποτυπώματα, ακόμα και τον λεκέ, εκείνον με τις πιτσιλιές, που έκανα εκείνο το πρωινό που έχυσα τον καφέ μου πάνω του. Πως, λοιπόν, να επιτρέψω σε εσένα να τον μοιράζεσαι μαζί της; Να πίνετε αγκαλιά τον καφέ σας πάνω του και να χαζεύετε μαζί τα χαζοσίριαλ στην τηλεόραση; Πως;
Για αυτό και όταν χωρίσαμε επέμενα τόσο να πάρω τον καναπέ εγώ. Γιατί όλα όσα έχει πάνω του έχουν μια ιστορία δική μου να σου λένε. Πως είναι δυνατόν να μπορείς εσύ να τον μοιράζεσαι μαζί της; Να τολμάς να αντικαταστήσεις το δικό μου αποτύπωμα με το δικό της; Δεν γίνεται! Κι ας φαντάζω στο κεφάλι σου τόσο μικροπρεπής για τους ατέλειωτους καβγάδες που έριξα μαζί σου για να πάρω αυτόν τον χαλασμένο μας καναπέ μετά το χωρισμό μας. Δεν ήταν μικροπρέπεια, εγωισμός ή τσιγκουνιά! Ούτε μάχη που την κέρδισα! Ήταν οι αναμνήσεις μου και το κομμάτι μου της κοινής μας ζωής. Όλα όσα μας θυμίζουν στο δικό μου κεφάλι. Κατάλαβες;