Γράφει η Ηρώ Αναστασίου
Στην αγκαλιά σου το μόνο που ζητάω είναι πιο κοντά, πιο πολύ. Γιατί η δική σου αγκαλιά είναι η γέννησή μου, η ανάσα μου, η πνοή μου. Είναι και κάποιες αγκαλιές που μυρίζουν αγριολούλουδα. Είναι και κάποιες αγκαλιές που λες θέλω να πεθάνω εκεί μέσα.
Θέλω να αφήσω την τελευταία μου πνοή στην ζεστασιά τους. Είναι και κάποιες αγκαλιές που ξεχνάς το όνομα σου μέσα τους. Ξεχνάς πότε γεννήθηκες, πότε έφαγες, πότε πόνεσες, πότε κοιμήθηκες. Σου γεννάνε αστέρια στο κεφάλι σου και χτυπάει όλη την ώρα η καρδιά σου δυνατά.
Είναι και κάποιες αγκαλιές που δεν έχουν ήχο, γιατί ο ήχος τους είναι η ψυχή τους. Γεννήθηκαν για τα δικά σου χέρια, για το δικό σου κορμί. Γιατί κουμπώνουν απερίγραπτα πάνω σου. Από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο λεπτό.
Απ’ την πρώτη ώρα αμολήθηκαν πάνω σου και κυρίεψαν τον πόθο σου. Είναι αυτές που τις σκέφτεσαι και τρέμεις. Λύνονται τα γόνατα σου κάθε φορά που τις θυμάσαι. Και λες εγώ γεννήθηκα για να μ’ αγκαλιάζεις, για να λαχταράς το πιο σφιχτά μου. Γεννήθηκα για σένα, για τα δικά σου χέρια μόνο. Μεγάλωσα χωρίς να υπάρχω σ’ άλλα χέρια. Κολύμπησα σε βαθιά νερά ζητώντας τα δικά σου.
Μια βαθιά αγκαλιά η ψυχή σου, μια βαθιά αγκαλιά η φωνή σου. Τρέμω όταν σ’ αγγίζω, τρέμω όταν σε νοιώθω, τρέμω όταν σ’ αισθάνομαι. Και θα τρέμω, γιατί κάθε φορά αγγίζω την ψυχή σου. Αυτήν που μου γεννάει τον πόθο. Αυτήν που μου γεννάει τον έρωτα. Αυτήν που μαρτυράει επάνω σου. Αυτήν που λυσσομανάει για ένα σου φιλί.