Γράφει η Ελπίδα Τάσσιου
Ξέρεις τι με τρελαίνει; Το ότι ήσουν πάντα τόσο κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά. Ένας άνθρωπος που έδειχνε ότι τα έχει όλα υπό έλεγχο, που χτίζει τοίχους αντί για γέφυρες. Και εγώ; Εγώ καθόμουν εκεί, προσπαθώντας να καταλάβω αν θα σε έφτανα ποτέ. Αν θα τολμούσες ποτέ να με αφήσεις να σε δω πραγματικά.
Δεν το έκανες. Πάντα κρατιόσουν. Ένα βήμα πίσω, ένα χαμόγελο που έκρυβε περισσότερα απ’ όσα έδειχνε. Ένας άνθρωπος που ήξερε πώς να δίνει, αλλά μόνο μέχρι εκεί που αισθανόταν ασφαλής. Κι εγώ κουράστηκα να προσπαθώ να γεφυρώσω την απόσταση.
Σκέψου, όμως. Σκέψου πώς θα ήταν αν τολμούσες να αφεθείς. Μια φορά. Να αφήσεις πίσω τις άμυνες, τις δεύτερες σκέψεις, τον φόβο. Να αφήσεις κάποιον να δει ποιος είσαι στ’ αλήθεια, χωρίς να κρύβεσαι πίσω από τις σιωπές και τα μισά λόγια.
Ίσως να τρομάζεις με την ιδέα, αλλά εγώ; Εγώ θα σου έδειχνα ότι δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Θα σου έδειχνα ότι δεν χρειάζεται να είσαι τέλειος για να αγαπηθείς. Αλλά πώς να το κάνω αυτό, όταν δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία; Όταν φοβόσουν τόσο πολύ να χάσεις τον έλεγχο που τελικά έχασες εμένα;
Αν τολμούσες, θα είχαμε μια ευκαιρία. Ίσως να μην πετύχαινε, δεν σου υπόσχομαι θαύματα. Αλλά θα ήμασταν αληθινοί. Εσύ κι εγώ, χωρίς ρόλους, χωρίς φόβους. Και αυτό θα άξιζε κάθε ρίσκο.
Ξέρεις τι είναι το πιο τραγικό; Το ότι δεν σου ζητούσα κάτι υπερβολικό. Μόνο να είσαι εσύ. Να αφεθείς. Να δείξεις ότι πίσω από τη μάσκα σου υπάρχει ένας άνθρωπος που νιώθει, που πονάει, που θέλει.
Αλλά εσύ διάλεξες αλλιώς. Διάλεξες τη σιγουριά, τη μοναξιά σου, αυτό που ήξερες καλά. Κι εγώ έφυγα, όχι γιατί δεν σε αγαπούσα, αλλά γιατί κουράστηκα να αγαπάω μόνη μου.
Σκέψου, λοιπόν. Σκέψου τι θα είχε γίνει αν τολμούσες. Όχι για μένα. Για σένα. Για να ζήσεις, έστω και μια φορά, αληθινά.