Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Μισώ τ’ αεροδρόμια.
Δεν είναι οι βαλίτσες, ούτε οι ατέλειωτες αναμονές. Δεν είναι οι καθυστερήσεις, οι ουρές, τα ψεύτικα χαμόγελα των αεροσυνοδών. Τα μισώ γιατί μου θυμίζουν πόσο μακριά μου είσαι. Γιατί κάθε φορά που βρίσκομαι σε ένα, κουβαλάω μαζί μου εκείνο το σφίξιμο στο στομάχι, εκείνη την αίσθηση πως κάτι χάνω, πως κάτι αφήνω πίσω.
Τα μισώ γιατί είναι γεμάτα αποχαιρετισμούς που πονάνε. Αγκαλιές που δεν κρατάνε όσο χρειάζεται, βλέμματα που προσπαθούν να πουν όσα δεν λέγονται, σιωπές που βαραίνουν περισσότερο κι από τις λέξεις. Και τα ψεύτικα «θα τα πούμε» που πετάμε στον αέρα, λες και μπορούν να καλύψουν το κενό της απόστασης.
Τα μισώ γιατί κάθε φορά που βλέπω μια πτήση να απογειώνεται, νιώθω ένα κομμάτι σου να φεύγει. Να γλιστράει μέσα από τα χέρια μου και να γίνεται χιλιόμετρα, ώρες, χρόνος. Να γίνεται κάτι που δεν μπορώ να αγγίξω, που δεν μπορώ να ελέγξω. Και γαμώτο, ποτέ δεν έμαθα να σε έχω αλλιώς. Πάντα σε είχα κάπου ανάμεσα στο «έρχομαι» και στο «φεύγω», ανάμεσα σε μισές στιγμές και γεμάτες σιωπές.
Μισώ τ’ αεροδρόμια γιατί με αφήνουν να κοιτάζω άδεια καθίσματα και πίνακες αναχωρήσεων που πάντα γράφουν το λάθος προορισμό: μακριά από μένα. Γιατί με αναγκάζουν να αποδεχτώ αυτό που δεν θέλω – πως δεν είσαι εδώ, πως δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ, πως ίσως, σε κάποιο επόμενο boarding call, να μη γυρίσεις καν.
Και το χειρότερο; Κάθε φορά λέω πως θα το συνηθίσω, πως αυτή τη φορά δεν θα πονέσει τόσο.
Ψέματα.
Μισώ τ’ αεροδρόμια γιατί πάντα με αφήνουν πίσω. Και δεν έχω μάθει να ζω έτσι. Δεν θέλω να μάθω.