Γράφει η Ρένα Σταυροπούλου
Κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, σε βάζω στο ίδιο συρτάρι.
Μαζί με όλα τα “αν” που δεν ειπώθηκαν.
Αν είχαμε μιλήσει αλλιώς.
Αν δεν είχες φύγει έτσι.
Αν είχα κρατήσει λίγο ακόμα.
Σε φυλάω εκεί. Όχι γιατί ελπίζω.
Όχι γιατί δεν προχώρησα.
Αλλά γιατί υπάρχει πάντα μια μικρή χαραμάδα στη σκέψη που σε θυμάται.
Και δεν έχω βρει τρόπο να την κλείσω χωρίς να προδώσω όσα ένιωσα.
Δεν έχει φωνές πια.
Ούτε ένταση.
Ούτε αγωνία να σε φέρω πίσω.
Έχει μόνο μια σιωπηλή αποδοχή ότι κάποτε υπήρξες κάτι μεγάλο.
Κι ας μην άντεξες.
Κάποιες φορές, με τρομάζει το πόσο καθαρά θυμάμαι πράγματα που δεν λέγονται πια.
Και άλλες φορές, με γαληνεύει.
Γιατί μου θυμίζουν πως αγάπησα αληθινά.
Και ας μην πήγε πουθενά.
Σε κλείνω λοιπόν εκεί.
Μαζί με τις εκκρεμότητες.
Με τις σκέψεις που έγραψα και δεν έστειλα.
Με τα σενάρια που έπαιξα στο μυαλό μου και δεν έζησα ποτέ.
Σε βάζω εκεί που δεν ξεχνιέσαι.
Αλλά δεν πληγώνεις πια.
Σε ένα συρτάρι με τα “αν” μου.
Που ανοίγει σπάνια.
Μα όταν ανοίγει, ξέρω ότι σε έχω ακόμα — έστω κι έτσι.