Γράφει η Φανή Θεοδώρου
Προτιμώ να ζω τη ζωή που επιλέγω, παρά να περιμένω τη ζωή να με επιλέξει. Αυτή ήταν πάντα η διαφορά μου από σένα. Εγώ έπαιρνα ρίσκα. Έπεφτα, σηκωνόμουν, ζούσα. Εσύ; Εσύ περίμενες. Περίμενες την «κατάλληλη στιγμή», την «τέλεια συνθήκη», σαν να σου χρωστούσε ο χρόνος κάτι που δεν είχες κερδίσει ποτέ.
Και γι’ αυτό, ο χρόνος ήταν πάντα εχθρός για εμάς τους δύο. Γιατί δεν είχαμε την ίδια ταχύτητα, δεν βλέπαμε τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο. Εγώ τον έβλεπα σαν έναν καμβά που έπρεπε να γεμίσω, ενώ εσύ έβλεπες μια αρένα που έπρεπε να κερδίσεις. Σ’ αυτή τη μάχη με τον χρόνο, εγώ έκανα επιλογές, ενώ εσύ έκανες αναμονές. Κι έτσι, κάθε λεπτό που περνούσε γινόταν άλλο ένα εμπόδιο ανάμεσά μας.
Θυμάμαι πώς προσπαθούσες να με πείσεις να περιμένω. Να περιμένω το «σωστό» timing, τη «σωστή» στιγμή. Αλλά εγώ δεν μπορούσα να ζήσω έτσι. Γιατί η ζωή δεν περιμένει κανέναν. Δεν είναι εκεί για να σου χαρίσει ευκαιρίες. Είναι εκεί για να τη διεκδικείς, να την αρπάζεις, ακόμα κι όταν νιώθεις ότι σου φεύγει μέσα από τα χέρια.
Ο χρόνος μας πρόδωσε γιατί δεν μάθαμε να τον μοιραζόμαστε. Εγώ έτρεχα μπροστά, εσύ κρατούσες πίσω. Δεν ήταν κακία, δεν ήταν αδιαφορία. Ήταν απλώς η διαφορά μας. Και όσο κι αν προσπαθήσαμε να γεφυρώσουμε αυτό το κενό, ο χρόνος ήταν πάντα εκεί, να μας υπενθυμίζει ότι δεν συγχωρεί. Δεν σου δίνει ποτέ δεύτερη ευκαιρία.
Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν μετανιώνω. Προτίμησα να ζήσω τη ζωή που ήθελα, τη ζωή που επέλεξα, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι θα σε χάσω. Γιατί η αναμονή, η αδράνεια, το «θα δούμε», δεν ήταν ποτέ δικά μου. Ήθελα κάτι που να καίει, να ανατρέπει, να ζει στο τώρα. Και αυτό, αγάπη μου, είναι κάτι που ο χρόνος δεν μπορεί να μου πάρει.
Για εμάς τους δύο, ο χρόνος ήταν πάντα εχθρός. Αλλά εγώ διάλεξα να τον νικήσω με το δικό μου τρόπο: ζώντας. Και εσύ; Εσύ ακόμα περιμένεις.