Γράφει η Μαριάννα Αργυρίου
Ποτέ δεν κατάλαβες, κι ίσως φταίω κι εγώ που δεν σου εξήγησα. Δεν ήξερα πώς να ντύσω με λόγια αυτό που ένιωθα, πώς να βάλω σε προτάσεις το χάος. Κάθε φορά που προσπαθούσα να σου πω τι με πονάει, έβγαινε από μέσα μου σαν σιωπή. Κι εσύ, μ’ εκείνη την ατάραχη ψυχραιμία σου, νόμιζες πως είμαι καλά. Δεν ήμουν. Απλώς είχα κουραστεί να προσπαθώ να με καταλάβεις.
Ήθελα να με δεις χωρίς να χρειαστεί να εξηγήσω. Να με διαβάσεις χωρίς υπότιτλους. Να καταλάβεις πως όταν φωνάζω, ζητάω αγκαλιά. Πως όταν σωπαίνω, καίγομαι μέσα μου. Μα ποτέ δεν κατάλαβες. Και δεν είναι μομφή. Είναι διαπίστωση. Ίσως γιατί δεν ήθελες. Ίσως γιατί δεν μπορούσες να νιώσεις πέρα από σένα. Κι εγώ, από ένα σημείο κι έπειτα, σταμάτησα να προσπαθώ.
Μου πήρε καιρό να μάθω πως δεν χρειάζεται πάντα να εξηγείς. Πως δεν σώζεται ό,τι πρέπει να αποδεικνύεται ξανά και ξανά. Κάποια πράγματα ή τα νιώθεις ή τα χάνεις. Κι εσύ τα έχασες. Γιατί πίστεψες πως η αγάπη είναι να ακούς λέξεις, όχι να βλέπεις μάτια. Πίστεψες πως η σιωπή μου ήταν απόσταση, όχι προστασία.
Ποτέ δεν κατάλαβες, ποτέ δεν σου εξήγησα. Μα ίσως εκεί να κρύβεται όλο το νόημα. Δεν χρειαζόταν. Ό,τι δεν ειπώθηκε, είχε ήδη τελειώσει. Και μέσα σε εκείνη τη σιωπή, έμαθα κάτι που άξιζε περισσότερο απ’ όλα: να με καταλαβαίνω εγώ.
