Παιδικές διακοπές, θα πει γέλια, ξεγνοιασιά, παρέες και βουτιές!
Γράφει η Περσεφόνη Χρυσαφίδου.
Λένε πως μπορείς να αγοράσεις στα παιδιά οτιδήποτε υπάρχει στον κόσμο, μα τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με τις στιγμές που περνάς μαζί τους.
Φέρνω στη μνήμη μου τα καλοκαίρια που ήμουν παιδί. Ακόμη θυμάμαι τα ζεστά απογεύματα του Ιουλίου, εκεί στα μέσα του ᾽90. Ήταν, νομίζω, η τελευταία δεκαετία που παρέμεινε ανέμελη και ξένοιαστη για τα παιδιά, αφού κινητά και υπολογιστές δεν είχαν εισβάλλει ακόμη στις ζωές μας. Θυμάμαι να φοράω τα κολλητά σορτσάκια που έφταναν μέχρι το γόνατο, τοπάκια μέχρι τον αφαλό, αθλητικά παπούτσια και να φεύγω νωρίς από το σπίτι φορώντας τα πατίνια της κολλητής μου και κατευθυνόμενη με αυτά σε όλες τις γειτονιές της μικρής μου πόλης. Θυμάμαι να κουβαλάω ένα τσαντάκι, από αυτά που κουμπώνουν στη μέση και στο οποίο προσπαθούσα να χωρέσω τα δύο σάντουιτς, το ένα με ντομάτα και τυρί και το άλλο με βούτυρο και ζάχαρη.
Τρέχαμε και αλωνίζαμε τους δρόμους πάνω σε αυτά τα πλαστικά πατίνια, με τον αέρα να πετάει τα μαλλιά μας πέρα δώθε κι εμείς να νιώθουμε πιο ελεύθεροι και γεμάτοι από ποτέ, να πιστεύουμε πως ο κόσμος μας ανήκει. Τρώγαμε παγωτό-γρανίτα, μισό λεμόνι μισό φράουλα, δίνοντας 50 δραχμές από τις οικονομίες μας και παίρναμε τα ποδήλατα για να χτυπήσουμε τα κουδούνια άγνωστων ανθρώπων και έπειτα να μπορούμε να κρυφτούμε γρήγορα. Παίζαμε μπουγέλο με τα λάστιχα από τις αυλές των σπιτιών και γυρίζαμε σπίτι επειδή μας καλούσε η μυρωδιά από τα τηγανητά κεφτεδάκια. Καθόμασταν στα κατώφλια των σπιτιών μαζί με τους φίλους μας και λέγαμε τρομακτικές ιστορίες αργά το βράδυ, γυρεύοντας στα μάτια τους μία διάψευση πως δεν ισχύουν, επειδή φοβόμασταν.
Τα μεσημέρια περνούσαν μέσα σε μία πάχνη ηρεμίας, σε δροσερά δωμάτια (ίσως επειδή η μαμά έβρισκε τα ιδανικά καλοκαιρινά σεντόνια), διαβάζοντας παραμύθια, που δεν ήταν πολύπλοκα, μα τρομερά ευχάριστα, τρώγοντας φέτες καρπούζι με τυρί, παίζοντας με τα αδέρφια μας ή απλά τεμπελιάζοντας μπροστά στην τηλεόραση.
Και κάπως έτσι έφτανε η στιγμή για τις διακοπές, οι οποίες είχαν τη μυρωδιά αντηλιακού με λαχταριστούς λουκουμάδες βουτηγμένους στη ζάχαρη. Τα πρωινά μας ξύπναγε ο ήχος από τα κύματα ή, καμιά φορά, το πιάσιμο από τις πέτρες που βρίσκονταν κάτω από τη σκηνή. Νέες φιλίες, τα πρώτα αθώα φλερτ, βουτιές με μάσκες από τα βράχια, βραδινές φωτιές στην άμμο και γεύσεις από μύδια με λεμόνι (ω ναι!) είναι μερικές από τις εικόνες που, μέχρι και σήμερα, φέρνουν πεταλούδες στο στομάχι μου και γεμίζουν την ψυχή μου με νοσταλγία.
Θυμάμαι ελευθερία. Θυμάμαι γέλια και χαχανητά. Θυμάμαι την ευτυχία.
Σήμερα εκείνο το παιδί μεγάλωσε κι έχει δικά του παιδιά. Και το μόνο που θέλω να κάνουν τα δικά μου παιδιά αυτό το καλοκαίρι είναι να το απολαύσουν, όπως εμείς κάποτε. Θέλω να μπορέσουν να ανακαλύψουν πόσο μαγικό είναι να μην έχεις τίποτα να κάνεις και την ίδια στιγμή να συνειδητοποιούν πόσα όμορφα πράγματα χωράνε μέσα τους οι καλοκαιρινοί μήνες. Να πληγώσουν τα γόνατά τους από παιχνίδι, για να μπορούν μετά να μου εξιστορήσουν ένα ένα τα κατορθώματα που κρύβουν αυτές οι πληγές. Να κάνουν νέους φίλους, να μοιραστούν μαζί ρόκες ψημένες στα κάρβουνα, να ανταλλάξουν μυστικά κάτω από τα τραπέζια και να μαυρίσουν τα πρόσωπά τους από το πολύ παιχνίδι.
Θέλω να μετράμε δελφίνια στο καράβι και να ταΐζουμε γλάρους, ώστε να μας κρατούν συντροφιά στο ταξίδι μας. Θέλω να τα βλέπω να χτίζουν κάστρα στην άμμο και την επόμενη στιγμή να τα χαλάνε ξαπλώνοντας πάνω τους. Να ξεκαρδίζομαι στα γέλια βλέποντας δυο γυμνά σωματάκια να τρέχουν σαν κουρδισμένα ρομποτάκια προς στη θάλασσα και να φωνάζουν ρυθμικά “μαμά βουτιά-μαμά βουτιά”. Να έχουν εικόνες από μεσημέρια που τρώμε όλοι μαζί στο μπαλκόνι, με τα κολοκυθάκια και τις μελιτζάνες να μας “σπάνε” τη μύτη από τη μυρωδιά κι εγώ να παρακαλάω να κάνουν ησυχία. Να ρεμβάζουν μπροστά στο κύμα τα απογεύματα τρώγοντας ζουμερά ροδάκινα και να τρέχουν καταπάνω μου για να με λερώσουν με τα ζουμιά. Να αφήσουν στην άκρη όλα τα βαριά ρούχα, να περπατάνε ξυπόλυτα στην αυλή και να μαθαίνουν πόσο νόστιμη είναι μία κουταλιά βανίλια, βουτηγμένη σ’ένα ποτήρι κρύο νερό. Να περπατάμε σε στενά που μυρίζουν βασιλικό και να βγαίνουμε για λίγο εκτός πραγματικότητας.
Να ξαπλώνουν το βράδυ στα κρεβάτια τους και να μπορούν να ονειρεύονται μέρες όμοιες με αυτές που ζουν το καλοκαίρι. Μέρες ανέμελες, μπολιασμένες με αθωότητα, γεμάτες φως και πορτοκαλί δειλινά. Μέρες με πολλούς σπασμένους κανόνες, που όμως καθοδηγούνται από την καρδιά. Μέρες αέρινες και καλοκαιρινές!