Γράφει ο Δημήτρης Ξυλούρης
Ο χειρότερος τρόπος να χωρίσεις με κάποιον, είναι να μην σου δώσει στο τέλος ούτε ένα λόγο να τον μισήσεις.
Να μην σου δώσει κάτι να του κρατήσεις κακία. Να μπορέσεις να τον έχεις άχτι, έστω τον πρώτο καιρό μέχρι να μπορέσεις να το αντιμετωπίσεις.
Είναι η στιγμή που φεύγει από την ζωή σου και εσύ ξέρεις πως θα μπορούσατε να πετύχετε μαζί.
Ξέρεις πως αυτό που είχατε, σας έκανε και τους δυο καλύτερους.
Και σε έκανε ευτυχισμένο για όσο έμεινε.
Και τώρα δεν έχεις να της χρεώσεις τίποτα.
Τι να της χρεώσεις;
Πως ήταν ξεκάθαρη από την αρχή;
Πως δεν σε έπαιξε ποτέ;
Ή πως ξέρεις πως τέτοιοι άνθρωποι θα σου τύχουν μια φορά στην ζωή;
Ή πως τα μάτια της ήταν και είναι ο μεγαλύτερος μπελάς σου;
Όταν ο άλλος είναι ξεκάθαρος, δεν μπορείς να βάλεις μπροστά ούτε τον εγωισμό σου, ούτε την περηφάνεια σου.
Μένεις με μνήμες που σε πονάνε κι ένα “γαμώτο” που σε κάνει και κολλάς.
Ένα γαμώτο για εκείνο το τραγούδι που της άρεσε, για εκείνη τη συναυλία που κούρνιασε πάνω σου και σιγοτραγούδαγε.
Ένα γαμώτο για εκείνα τα πρωινά που ξύπναγε κι ετοίμαζε πρωινό για δυο και που εσύ δεν κατάφερες ποτέ να της κάνεις ούτε καμμένο ψωμί..
Ένα γαμώτο για το μαξιλάρι της που άφησε πίσω κι όλα εκείνα τα μικροπράγματα που σίγουρα δεν θέλει κι εσύ σε μια στιγμή αδυναμίας θα προσφερθείς να της τα πας.
Ένα γαμώτο για το σπίτι σου που δεν έχει πια τη μυρωδιά της, για εκείνο το σημείωμα στην πόρτα του ψυγείου “έπρεπε να φύγω, δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, τα λέμε το βράδυ”
Θέλεις να ξεχάσεις, μήπως καταφέρεις να τη μισήσεις, και δεν μπορείς.
Θέλεις να την κατηγορήσεις κι όμως εκείνη στο είχε πει.. επιστροφές, καταστροφές.. και θα φύγω γρήγορα..
Θέλεις να μπορέσεις να της χρεώσεις κάτι κι αντ’ αυτού, τα θυμάσαι όλα, στιγμή προς στιγμή, από το χαμόγελό της και το μεθυσμένο της γέλιο από εκείνα τα ούζα στο Λαύριο, μέχρι τα μάτια της, που άλλαζαν χρωμα ανάλογα με το πού χανόταν, κι ήταν ο μεγαλύτερος μπελάς σου.
Κι είναι ο μεγαλύτερος μπελάς σου..