Γράφει η Σοφία Σοφιανίδου
Ο πόνος δεν έρχεται ποτέ για να μάς καταστρέψει. Έρχεται για να μάς σταματήσει. Να μάς αναγκάσει να σταθούμε για λίγο μπροστά στον καθρέφτη και να δούμε. Όχι ποιοι δείχνουμε πως είμαστε, αλλά ποιοι γίναμε στ’ αλήθεια. Κι αυτό, όσο κι αν καίει, είναι το πιο τίμιο ραντεβού με τον εαυτό μας.
Οι περισσότεροι μόλις πονέσουν τρέχουν να κρυφτούν. Αλλάζουν διαδρομές, ρίχνουν κουρτίνες, ψάχνουν φώτα αλλού. Σαν να μπορείς να ξεγελάσεις κάτι που κατοικεί μέσα σου. Ο πόνος όμως δεν ξεχνά. Κάθεται στην άκρη της ψυχής και περιμένει. Δε φωνάζει, δεν πιέζει. Απλώς σε κοιτάζει μέχρι να βρεις το θάρρος να τον αντικρίσεις κι εσύ.
Γιατί ό,τι σε πονάει, δε ζητάει φυγή. Ζητάει παρουσία. Ζητάει να το αγγίξεις, να το αναγνωρίσεις, να το αποδεχτείς. Όχι για να το αγαπήσεις, αλλά για να του επιτρέψεις να φύγει. Μόνο ό,τι έχει ειπωθεί, ησυχάζει. Μόνο ό,τι έχει αντιμετωπιστεί, παύει να κυβερνά.
Ο πόνος έχει πολλές μορφές. Ένα πρόσωπο που έφυγε χωρίς εξήγηση, μια φιλία που χάθηκε μέσα στη σιωπή, μια αποτυχία που έβαλε τέλος σε όνειρο και η λίστα είναι μεγάλη και διαφορετική για τον καθένα από εμάς. Κάθε φορά νομίζουμε ότι αν κάνουμε πως δεν υπήρξε, θα ξεθωριάσει. Μα το συναίσθημα δεν είναι λεκές. Είναι φλόγα. Κι αν δεν τη σβήσεις σωστά, απλώς σιγοκαίει μέχρι να βρει ξανά αέρα.
Το να κοιτάς τον πόνο σου δεν είναι αδυναμία. Είναι πράξη γενναιότητας. Είναι το να σταθείς απέναντι σε ό,τι σε διέλυσε και να του πεις: “Σε βλέπω. Υπάρχεις. Αλλά δε με ορίζεις.” Εκεί αρχίζει η επούλωση. Όχι όταν ξεχνάς, αλλά όταν θυμάσαι χωρίς να λυγίζεις.
Κανείς δε γλίτωσε ποτέ επειδή έτρεξε πιο γρήγορα απ’ τον πόνο του. Όλοι όσοι γλίτωσαν, το έκαναν γιατί γύρισαν πίσω και τον κοίταξαν στα μάτια. Τον άφησαν να μιλήσει. Και μέσα από τα δάκρυα, μέσα απ’ την παραδοχή, βρήκαν ξανά φως.
Το να ζεις με αξιοπρέπεια δε σημαίνει να μην πονάς. Σημαίνει να μη φοβάσαι να το παραδεχτείς. Να μην κρύβεσαι πίσω από ψεύτικα “είμαι καλά”, να μη βάζεις χαμόγελα σαν πανοπλία. Γιατί η δύναμη δεν είναι η άρνηση του πόνου, αλλά η αποδοχή του.
Κι όταν τελικά τον κοιτάξεις κατάματα, θα δεις κάτι απρόσμενο. Πίσω του υπάρχεις εσύ. Ο αληθινός, ο ανθεκτικός, ο καινούριος εαυτός που περίμενε να τον ξαναβρείς.
Ό,τι σε πονάει, δεν ήρθε να σε νικήσει. Ήρθε να σου μάθει πώς να ξαναστέκεσαι.
Αρκεί να τολμήσεις να το κοιτάξεις. Κατάματα.
