Γράφει ο Αλέξανδρος Χωριανούδης
Κανείς δεν γεννιέται κυνικός. Ο κυνισμός δεν είναι έμφυτος, είναι κατακτημένος. Έρχεται με το χρόνο, με τις διαψεύσεις, με τα «σ’ αγαπώ» που αποδείχτηκαν κούφια, με τα «θα είμαι εδώ» που έγιναν σιωπές. Είναι η πανοπλία που φοράς όταν έχεις φάει αρκετές μαχαιριές για να ξέρεις ότι κανείς δεν έρχεται άοπλος.
Κάποτε, πίστευε. Στα λόγια, στις πράξεις, στο ότι οι άνθρωποι εννοούν αυτά που λένε. Πίστευε στις υποσχέσεις που δεν θα σπάσουν, στις αγάπες που δεν θα προδώσουν, στα χέρια που θα μείνουν εκεί να σε κρατήσουν όταν όλα γύρω σου καταρρέουν. Και μετά; Μετά, έμαθε. Έμαθε πως ακόμα και οι πιο μεγάλες αγάπες έχουν ημερομηνία λήξης. Πως οι άνθρωποι δεν μένουν, απλώς φεύγουν πιο αργά.
Ο κυνισμός του είναι αποτέλεσμα εμπειρίας, όχι στάση ζωής. Δεν είναι ότι δεν νιώθει, είναι ότι δεν θέλει να ξανακαεί. Δεν είναι ότι δεν πιστεύει στην αγάπη, είναι ότι δεν την εμπιστεύεται. Γιατί ξέρει πως, τις περισσότερες φορές, το «για πάντα» κρατάει λίγο και το «μαζί» τελειώνει όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα.
Γι’ αυτό και δεν χαραμίζει πια χρόνο. Δεν επενδύει σε λόγια, δεν παίζει παιχνίδια, δεν ψάχνει δικαιολογίες. Βλέπει τα πράγματα όπως είναι, χωρίς ρομαντικές αυταπάτες. Και δεν αφήνει κανέναν να πλησιάσει αρκετά για να τον διαλύσει ξανά.
Λες πως είναι ψυχρός, απόμακρος, απρόσιτος. Όχι. Είναι απλά προσεκτικός. Έμαθε πως ό,τι αγαπάς, κάποια στιγμή θα σε κάνει να ματώσεις. Και τώρα, κρατάει τις αποστάσεις του. Όχι γιατί δεν θέλει να νιώσει. Αλλά γιατί ξέρει πόσο κοστίζει να το κάνει.
Ο κυνικός είναι απλά κάποιος που δεν αντέχει να ξαναπληρώσει το τίμημα. Και ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει γι’ αυτό;