Γράφει ο Νικόλας Φιλίππου
Είναι αστείο, αν το σκεφτείς. Όλοι ψάχνουμε τη σωστή στιγμή για να πούμε τις μεγάλες αλήθειες. Περιμένουμε την τέλεια ευκαιρία, μια ξεκάθαρη ερώτηση ή μια συνθήκη που να μας βολεύει. Και όμως, οι πιο ειλικρινείς εξομολογήσεις δεν ήρθαν ποτέ έτσι. Ήρθαν αυθόρμητα, απρόσμενα, κάπου ανάμεσα σε ένα ποτήρι κρασί και μια σιωπή που κανείς δεν τόλμησε να σπάσει.
Θυμάμαι εκείνη τη βραδιά. Το φως από τα κεριά χόρευε στις σκιές, και η μυρωδιά του κρασιού γέμιζε τον αέρα. Δεν χρειάστηκαν λέξεις, τουλάχιστον όχι στην αρχή. Η σιωπή είχε έναν τρόπο να μας φέρνει πιο κοντά, σαν να δημιουργούσε ένα προστατευμένο χώρο όπου καμία φωνή δεν μπορούσε να διακόψει.
Ήσουν εκεί, απέναντί μου, και τα μάτια σου έλεγαν περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν οι λέξεις. Ήξερες τι ήθελα να πω, και όμως περίμενες. Ίσως επειδή φοβόσουν κι εσύ, ίσως επειδή ήθελες να μου δώσεις τον χρόνο που χρειαζόμουν.
Με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και το βλέμμα καρφωμένο στο δικό σου, είπα ό,τι δεν τόλμησα να πω ποτέ. Όχι γιατί με πίεσες, όχι γιατί το απαιτούσε η στιγμή, αλλά γιατί ήξερα πως αν δεν το έλεγα τότε, δεν θα το έλεγα ποτέ.
Κι εσύ; Δεν μίλησες. Δεν απάντησες αμέσως. Άφησες τη σιωπή να πάρει τη θέση της, σαν να ήθελες να δώσεις βάρος σε αυτό που μόλις είχα πει. Και ύστερα, με μια μικρή γουλιά από το ποτήρι σου, άφησες τις δικές σου αλήθειες να γλιστρήσουν στο τραπέζι. Αλήθειες που δεν περίμενα, που δεν ήξερα καν ότι έκρυβες.
Οι πιο ειλικρινείς εξομολογήσεις, λοιπόν, δεν γίνονται με λόγια μεγάλα και φωνές. Γίνονται εκεί, στις σιωπές, στα βλέμματα, στις στιγμές που το κρασί λύνει τη γλώσσα αλλά κυρίως την ψυχή. Είναι οι στιγμές που δεν χρειάζεται να πεις πολλά για να πεις τα πάντα. Και εκείνες οι στιγμές μένουν, φίλε μου. Όχι για να σου θυμίζουν τι ειπώθηκε, αλλά για να σου θυμίζουν πως για λίγο, ήσουν απόλυτα αληθινός.