Γράφει η Λέλα Σακήλια
Κάποτε πίστευες πως θα είναι εκεί για πάντα.
Ότι δεν φεύγουν αυτοί οι άνθρωποι — οι αληθινοί, οι ήσυχοι, οι δοτικοί.
Νόμιζες πως αν του δώσεις σιωπή, θα μείνει.
Αν του δώσεις ψίχουλα, θα τα κάνει θαύμα.
Αν τον πληγώσεις, θα σε δικαιολογήσει.
Κι έτσι έμαθες να τον θεωρείς δεδομένο.
Ήταν εκείνος που δεν φοβήθηκε να αγαπήσει με τα χέρια του λερωμένα.
Που μπήκε μπροστά στις καταιγίδες σου, χωρίς να ζητήσει τίποτα πίσω.
Που άντεξε τις εκρήξεις σου, τα βλέμματα, τις σιωπές, τα «δεν πειράζει».
Κι εσύ;
Τον είδες σαν κάτι εύκολο.
Σαν κάτι που θα υπάρχει πάντα, ό,τι κι αν κάνεις.
Μα δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο λάθος απ’ αυτό.
Να νομίζεις πως κάποιος θα αντέχει για πάντα τα θραύσματά σου.
Γιατί μια μέρα, εκείνος που σου έμαθε τι σημαίνει αγάπη,
θα κουραστεί να αποδεικνύει την αξία του.
Θα μαζέψει την αξιοπρέπεια του, θα τη φορέσει σαν πανοπλία
και θα φύγει χωρίς φωνή, χωρίς σκηνή, χωρίς δεύτερη ματιά.
Και τότε θα έρθει κάποιος άλλος.
Όχι σαν εκδίκηση, αλλά σαν θεραπεία.
Θα του πιάσει το χέρι χωρίς φόβο, θα του πει “είμαι εδώ” και θα το εννοεί.
Θα τον δει όχι σαν βάρος, αλλά σαν ευλογία.
Θα του θυμίσει πώς είναι να είσαι ήρεμος.
Και το φως που εσύ έσβησες, εκείνος θα το ανάψει ξανά — πιο δυνατό.
Κι εσύ θα τον βλέπεις, ίσως από μακριά,
να χαμογελάει χωρίς εσένα.
Και θα καταλάβεις τότε πως δεν ήταν δεδομένος·
ήταν δώρο.
Και τα δώρα, όταν τα περιφρονείς, δεν επιστρέφουν ποτέ.
Όχι γιατί εκδικούνται.
Αλλά γιατί βρίσκουν επιτέλους εκείνον που θα τα ανοίξει με σεβασμό.
