Γράφει η Γεώρα
Απόψε με αγκάλιασε μία αναθεματισμένη θλίψη. Απρόσμενα, απροσκάλεστα μπήκε και κάθισε μέσα μου, με το έτσι θέλω.
Και είχε μεγάλο θράσος!
Θεωρούσα πως καιρό τώρα είχαμε κόψει παρτίδες. Όμως εκείνη ήθελε από το πρωί να μου κάνει αισθητή την παρουσία της. Δεν την άφηνα. Και σιγά σιγά, με έπνιξε. Άγρια και δίχως δισταγμό, έφερε στην επιφάνεια όλα εκείνα που πάλευα να κρύψω.
Τόσο καιρό πάλευα με το χαμόγελο να της αντεπιτεθώ. Όμως εκείνη με άφηνε, με κοίμιζε, ήθελε να πιστέψω πως τη νικάω. Και περίμενε να δει πόσο θα αντέξω. Και δεν άντεχα, όμως συνέχιζα.
Αδικίες βίωνα και εκεί με ένα χαμόγελο να λέω δεν πειράζει. Συκοφαντίες, ψέματα, διπροσωπίες. Φιλίες χρόνων που σε ένα λεπτό καταρρίφτηκαν γιατί τα συμφέροντα άλλαξαν. Και’γω εκεί να λέω δεν πειράζει. Δάκρυ δεν κυλούσε. Έλεγα και γίνεις δυνατή.
Σχέσεις δοκιμάστηκαν, προσπάθειες υπεράνω εαυτού. Αποτυχίες, πίκρα και ξανά αδικία. Όμως εκεί εγώ, χαμογελούσα. Σε κάποια φάση, έπιασα πάτο. Δεν ήθελα να δω κανέναν. Έπειτα όμως, αποφάσισα να ζήσω. Και τα είχα καταφέρει. Από εκεί που ήταν σχεδόν ακατόρθωτο κάποιες μέρες να σηκωθώ από το κρεβάτι, τώρα σχεδίαζα ζωή!
Ώσπου σήμερα, με διέλυσε! Δεν μπορούσα να διαχειριστώ τίποτα. Αβοήθητη και χαμένη. Και με νίκησε. Πήρε το χαμόγελο και το αντάλλαξε με δάκρυα. Πνίγηκα μέσα σε αυτά.
Το είχα τόση ανάγκη. Καλά λένε πως τα συναισθήματα πρέπει να τα εκφράζεις εκείνη τη στιγμή, γιατί μετά θεριεύουν!
Σήμερα μετά από τόσους μήνες με νίκησε. Όμως τελικά είχα τόση ανάγκη να με νικήσει, που φάνηκε σαν λύτρωση. Τόσα γιατί, τόσος πόνος, τόση ανησυχία βγήκε ορμητικά από τα μάτια μου!
Θόλωσαν όλα. Μου πήρε την αναπνοή. Και έπειτα με άφησε λευκό χαρτί. Έτοιμο να γράψω πάλι αύριο πάνω του. Όμως για τώρα μου άφησε την επιλογή να αγκαλιάσω τον εαυτό μου και να κοιμηθώ, αδιαφορώντας για όλους, σχέσεις φιλικές, προσωπικές, κοινωνικές.
Με μόνο μία ερώτηση, να τα γκρεμίσω όλα και να ξεκινήσω από την αρχή ή όχι ;