Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου
Εκείνοι που δεν χρειάζεται να πεις κουβέντα για να καταλάβουν τι περνάς. Που διαβάζουν τη σιωπή σου σαν να τους τη φωνάζεις. Εκείνοι που, πριν καν χρειαστείς βοήθεια, είναι ήδη εκεί. Όχι για να σου σώσουν τη μέρα, αλλά για να την κάνουν λίγο λιγότερο βαριά.
Εκείνοι που δεν τρομάζουν από τα σκοτάδια σου. Τα βλέπουν και μένουν. Γιατί ξέρουν ότι πίσω από τις ρωγμές σου κρύβεται φως. Που όταν λυγίζεις, δεν σου λένε “σήκω”, αλλά σου απλώνουν το χέρι, να σηκωθείτε μαζί. Εκείνοι που όταν τα λόγια σου γίνονται μαχαίρια, δεν φεύγουν. Ξέρουν ότι δεν είναι θυμός αυτό που μιλάει, αλλά πληγή.
Εκείνοι που χαίρονται πραγματικά για σένα. Που γιορτάζουν ακόμα και τις μικρές σου νίκες, σαν να κέρδισαν κι αυτοί. Που αν χρειαστεί, θα ξενυχτήσουν μαζί σου, χωρίς να κάνουν ερωτήσεις. Είτε μοιράζοντας ένα όνειρο, είτε διαλύοντας έναν εφιάλτη.
Εκείνοι που δεν χρειάζεται να φορέσουν πανοπλίες μπροστά σου. Ξέρουν ότι την ευαλωτότητά τους θα την κρατήσεις ασφαλή, όπως θα έκανες με τη δική σου. Που σε αφήνουν να είσαι ο εαυτός σου, ακατέργαστος, αληθινός, χωρίς φίλτρα.
Εκείνοι που δεν σε θεωρούν δεδομένο ποτέ. Ούτε δυνατό, ούτε ανίκητο. Ξέρουν ότι πίσω από το “αντέχω” σου υπάρχουν στιγμές που θες να φωνάξεις “δεν μπορώ άλλο”. Και είναι εκεί, όταν όλοι οι άλλοι σε ξεπετάνε με ένα “εσύ είσαι δυνατός, δεν έχεις ανάγκη”. Στέκονται δίπλα σου, όχι για να σε σώσουν, αλλά για να σου θυμίσουν ότι δεν χρειάζεται να σηκώνεις τα πάντα μόνος.
Αυτοί είναι οι άνθρωποί σου. Οι λίγοι. Οι δικοί σου. Αυτοί που μένουν, που παλεύουν, που αγαπούν όπως αγαπάς κι εσύ: χωρίς εγχειρίδιο, χωρίς όρους, χωρίς φόβο. Γιατί η αγάπη δεν είναι στο να θαυμάζεις κάποιον από μακριά. Είναι στο να είσαι εκεί, όταν η ψυχή του τρέμει. Να λες: “Είμαι εδώ”. Και να το εννοείς.