Γράφει ο Πάνος Θεοδώρου
Μου χρωστάς ένα φιλί.
Όχι εκείνο το αμήχανο, το τυπικό, το “να περάσουμε καλά” φιλί.
Το άλλο. Εκείνο που δεν το δίνεις, απλώς το αφήνεις να συμβεί. Το φιλί που γράφει “εδώ είμαι” χωρίς λέξεις, που σε λιώνει και σε καίει μαζί. Εκείνο που δεν έχει χώρο για δεύτερες σκέψεις.
Μου χρωστάς ένα φιλί, γιατί έφυγες λίγο πριν συμβεί.
Έμεινε να αιωρείται ανάμεσά μας, όπως όλα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Εκείνο το δευτερόλεπτο που σταμάτησε ο χρόνος και κανείς μας δεν ήξερε τι να κάνει μετά.
Εσύ χαμήλωσες το βλέμμα, εγώ χαμογέλασα αμήχανα. Κι από τότε, κάθε φορά που σκέφτομαι “ίσως”, θυμάμαι εκείνη τη στιγμή που δεν έγινε ποτέ.
Μου χρωστάς ένα φιλί, γιατί δεν ξέρεις πόσες φορές το έχω ξαναζήσει στο μυαλό μου.
Πόσες νύχτες σε έχω φανταστεί να επιστρέφεις, χωρίς λόγια, χωρίς εξηγήσεις, μόνο με αυτό. Ένα φιλί.
Όχι για να γυρίσεις. Για να τελειώσει το “αν”.
Για να πάρει σάρκα και οστά αυτό που έμεινε να αιωρείται ανάμεσα στα “σχεδόν” και στα “ίσως”.
Ξέρεις, δεν ήθελα ποτέ τα μεγάλα. Τα απλά ζητούσα. Ένα βλέμμα που να με βρίσκει, ένα άγγιγμα που να μη με τρομάζει, μια αγκαλιά που να μη μετράει τον χρόνο.
Αλλά κάπου ανάμεσα στις ζωές μας, το χάσαμε.
Ίσως γιατί εγώ φοβήθηκα να σε πλησιάσω λίγο περισσότερο, κι εσύ φοβήθηκες να μείνεις.
Ίσως γιατί κανείς μας δεν ήταν έτοιμος για κάτι αληθινό.
Μου χρωστάς ένα φιλί, όχι γιατί το ζήτησα — γιατί το ξεκίνησες.
Κι αν ποτέ τύχει να ξανασυναντηθούμε, δεν θέλω εξηγήσεις.
Ούτε “τι κάνεις”, ούτε “θυμάσαι”.
Θέλω μόνο να έρθεις κοντά μου, να σβήσεις όσα έμειναν μισά, να κάνεις τον χρόνο να σταματήσει έστω για λίγο.
Κι όταν τελειώσει, να φύγεις αν θες.
Δεν θα σε κρατήσω.
Αρκεί που θα έχω πάρει πίσω αυτό που μου άφησες να εκκρεμεί.
Το φιλί που μου χρωστάς.
Το τέλος που ποτέ δεν γράψαμε.
