Μου έλειψες, μα όχι τόσο για να αντέξω την επιστροφή σου!
Γράφει η Αμάντα Παναγιώτου
Κάποιος μου θύμησε το όνομα σου, κάποιος μου ψυθίρισε πως με γυρεύεις, κάποιος μου ζωγράφισε την εικόνα σου.
Έτσι γύρισες πίσω στο μυαλό μου.
Τι να με θέλεις;
Να μιλήσουμε είπες, να με δεις, να μου εξηγήσεις.
Δε μπορώ να σκεφτώ ποια είναι η εκκρεμότητα μεταξύ μας.
Έρχονται τα λόγια σου ξανά, έρχονται τα μάτια σου βουρκωμένα μπροστά μου.
Όλα μου τα είχες πει τότε.
Πως με αγαπάς μα δε μπορείς, πως είμαι ότι καλύτερο σου έχει συμβεί μα όχι εσύ για εμένα.
Δε μου άξιζες είπες και εγώ γέλασα με το πόσο προβλέψιμος έγινες και εσύ.
Γύρισα τη πλάτη μου να φύγω και φωναξες πως πάντα σε εμένα θα γυρνάς.
Έφυγα κλαίγοντας, χαμένη σε δρόμους που δε γνώριζα, μη ξέροντας που θέλω να φτάσω.
Πουθενά δεν ήθελα να φτάσω να τελειώσω εκεί ήθελα.
Έβαλα μπροστά εμένα και τον εγωισμό μου και έφτασα εκεί που μπροστά μου υπήρχε η ζωή μου χωρίς εσένα.
Είμαι καλά μακριά σου τελικά και λυπάμαι αλλά δε θέλω να σε δω.
Δεν έχω να πω μα ούτε και να ακούσω κάτι.
Συγγνώμες, μου έλειψες, αγκαλιές που θυμίζουν αντίο, φιλιά με δάκρυα στα μάτια.. Τα αποφεύγω πια και δε τα αναζητώ.
Ομολογώ πως μου έλειψες μα όχι τόσο ώστε να αποδεχτώ τη πρόσκληση σου.
Σφράγισα τη πόρτα, δε σε αφήνω να περάσεις, ούτε η σκιά σου δε χωράει πια.
Κλείδωσα και εμένα να μη με πονεσεις ποτέ ξανά.
Και ξαφνικά το κουδούνι σώπασε..