Γράφει η Μαριάννα Αργυρίου
Μου έλειπες ακόμα κι όταν ήσουν δίπλα μου.
Αυτό τα λέει όλα.
Γιατί δεν είναι το σώμα που κάνει την παρουσία. Είναι το βλέμμα, ο παλμός, το άγγιγμα, η συμμετοχή. Είναι το «είμαι εδώ» που δεν ειπώθηκε ποτέ. Είναι εκείνο το κενό που ντύθηκε με λέξεις, χαμόγελα, κινήσεις – μα ποτέ δεν γέμισε στ’ αλήθεια.
Ήσουν εκεί, αλλά δεν ήσουν.
Και πώς να το εξηγήσεις αυτό χωρίς να ακουστείς υπερβολικός; Πώς να μιλήσεις για μοναξιά όταν ο άλλος κάθεται ακριβώς δίπλα σου;
Σε κοιτούσα και ήξερα ότι δεν σε φτάνω.
Σε άγγιζα και ένιωθα ότι απομακρύνεσαι.
Μιλούσα και δεν με άκουγες πια – μόνο άφηνες να περάσει ο ήχος από μέσα σου, αθόρυβα, αδιάφορα.
Κι αυτό πονάει πιο πολύ απ’ το να λείπεις.
Γιατί όταν λείπεις, ξέρω. Όταν όμως είσαι και δεν είσαι, πνίγομαι στην αβεβαιότητα. Πνίγομαι στην προσποίηση. Πνίγομαι στο «παριστάνω πως όλα είναι καλά» επειδή δεν αντέχω να παραδεχτώ πως δεν είναι.
Κι έτσι, η απουσία σου μέσα στην παρουσία σου, με γονάτισε.
Δεν ξέρω πότε ακριβώς έφυγες. Ίσως όταν σταμάτησες να με κοιτάς. Ίσως όταν σταμάτησες να με ρωτάς αν είμαι καλά. Ίσως όταν άρχισα να σωπαίνω για να μην χαλάσω την ησυχία που είχες ανάγκη.
Μου έλειπες πριν φύγεις.
Μου έλειπες όταν ξυπνούσαμε μαζί, αλλά ήμασταν μακριά.
Μου έλειπες στα σ’αγαπώ που δεν ένιωθες πια.
Κι αυτό, όντως τα λέει όλα.
Δεν ήθελα να φύγεις.
Ήθελα να μείνεις και να είσαι.
Αλλά μερικές φορές, το πιο δύσκολο δεν είναι να χάσεις κάποιον.
Είναι να παραδεχτείς ότι τον έχασες, ενώ ακόμα ήταν δίπλα σου.