Γράφει η Σοφία Παπαηλιάδου.
Μισούσα πάντοτε τις ομπρέλες.
Δεν νομίζω να είχα ποτέ και το κυριότερο είμαι σίγουρη πως δεν περπάτησα ποτέ κάτω από καμία ομπρέλα ακόμα και κάτω από τις χειρότερες καταιγίδες.
Όντας εξαιρετικά αδέξια, θεωρούσα ότι κρατώντας ομπρέλα μπορούσα να είμαι επικίνδυνη για τους άλλους. Επικίνδυνη πολύ!
Μην τους χτυπήσω, «μην τους βγάλω κάνα μάτι» όπως έλεγα τότε.
Κι ενώ μισούσα πάντοτε τις ομπρέλες σαν αντικείμενα, φρόντισα να δημιουργήσω «ψυχολογικές ομπρέλες» για όλους γύρω μου.
Σε όποιον αγάπησα ή νοιάστηκα πραγματικά φρόντισα να βάλω μια ομπρέλα γύρω του για να μην βρέχεται, να μην πονάει, να μην κρυώσει, να μην φθαρεί.
Δεν ξέρω αν ήταν το σωστό.
Πάντως εκείνη τη στιγμή έμοιαζε το σωστό.
Σήμερα σκέφτομαι πως μπορεί και να ήταν λάθος.
Λάθος μεγάλο, λάθος στρατηγικό!
Γιατί δεν συνυπολόγισα ποτέ εγώ κυκλοφορούσα χωρίς ομπρέλα, χωρίς ομπρέλα στην βροχή, χωρίς ομπρέλα και στην ζωή!
Και ξέρεις, οι ομπρέλες έχουν ένα κακό!
Δεν είναι άθραυστες όπως κι οι άνθρωποι δεν είναι άφθαρτοι.
Όπως κι οι άνθρωποι δεν είναι αλάνθαστοι!
Κι έρχεται ένας δυνατός αέρας και συμπαρασύρει ομπρέλες, ανθρώπους, ψυχές, όνειρα, εφιάλτες, όλα μαζί!
Και δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να αντισταθείς σε αυτό τον αέρα όχι για να προστατεύσεις εσένα, γιατί αυτό δεν σε πολυνοιάζει κιόλας.
Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν σε ένοιαξε ειλικρινά αυτό!
Δεν ήταν ποτέ η δική σου προστασία το πρωτεύον.
Δεν μπορείς όμως να κρατήσεις στην θέση τους τις ομπρέλες που είχες βάλει στους άλλους.
Κι είναι σαν ένα μπουρίνι μέσα στο κατακαλόκαιρο και την ώρα κοιτάς πόσο ωραία έχεις τοποθετήσει τις ομπρέλες πάνω από τους ανθρώπους σου, πόσο καλά έχεις ασφαλίσει τις ζωές τους κάτω από τον αόρατο μανδύα προστασίας σου, ένας αέρας έρχεται και τις παίρνει κι εσύ τρέχεις!
Καίγεσαι στην άμμο, για να προλάβεις τις ομπρέλες.
Τρέχεις να τις ξαναβάλεις στη θέση τους.
Κι αφού έχεις καεί στην άμμο, κι έχεις ζεσταθεί, λίγο πριν λιώσεις, κοιτάς τις ομπρέλες να φεύγουν!
Και μένεις και κοιτάς.
Δεν κάνεις τίποτα για να τις ξαναπιάσεις.
Δεν κάνεις τίποτα να τις κρατήσεις.
Και τους εύχεσαι καλό ταξίδι.
Καλό ταξίδι αλλά μακριά σου!
Και κάπου εκεί καταλαβαίνεις πως δεν χρειαζόταν ομπρέλα!
Χρειαζόταν απλά να έχεις πιστέψει πως εκείνοι που προσπαθούσες να προστατεύσεις, πιθανόν να μπορούσαν να κάνουν κι εκείνοι το ίδιο για εσένα.
Πιθανόν η εξίσωση να ήταν πιο απλή, πιο μαθηματική και σίγουρα, πολύ σίγουρα, λιγότερο επίπονη σήμερα.
Ότι δεν θες για εσένα μην το προσφέρεις στους άλλους τουλάχιστον χωρίς να τους ρωτήσεις!
Ούτε καν για το καλό τους!
Γιατί τελικά το καλό του καθενός το ξέρει μόνο η ψυχή του!
Και την ώρα που θα θέλει να διεκδικήσει το δίκιο της δικής του ψυχής, δεν θα σκεφτεί τη δική σου!
Δεν θα σκεφτεί πόσα χρόνια κυκλοφορείς χωρίς ομπρέλα σε ήλιο, βροχή και κρύο.
Γιατί στο κάτω κάτω η επιλογή σου ήταν.
Δεν θα σκεφτεί το κομμάτιασμα της δικής σου ψυχής.
Γιατί στο κάτω κάτω, δεν σου ζήτησε κανείς τα κομμάτια σου για ένα καλό που δεν ρώτησες αν ο άλλος το ήθελε.
Μην αποφασίζεις για το καλό του άλλου χωρίς να τον ρωτήσεις.
Μην αποφασίζεις ερήμην για δύο.
Ακόμα κι αν είναι ο άνθρωπός σου, η ψυχή του, του ανήκει και το καλό της το ξέρει μόνο εκείνος.
LoveLetters