Γράφει η Αλεξάνδρα Φαρμάκη
Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μια ζωή στη μέση. Στη μέση του τίποτα και του κάτι. Στη μέση μιας ευτυχίας που ποτέ δεν έρχεται και μιας δυστυχίας που ποτέ δεν φεύγει. Εκείνος ήταν ένας από αυτούς. Ήξερε ότι δεν ήταν αρκετός. Το ήξερε και το αποδέχτηκε. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ήταν εθισμένος σε αυτό.
Εθισμένος σε μια ζωή μισή.
Σε μια ζωή που κυλούσε κρυφά, χωρίς φως, χωρίς ένταση, γιατί έτσι ήταν πιο εύκολο. Εθισμένος στις βολικές δικαιολογίες που τον κρατούσαν ακίνητο. Στα ψέματα που έλεγε στον εαυτό του για να μην αντικρίσει τη δυστυχία του κατάματα. Στις μισές αλήθειες που του έδιναν την ψευδαίσθηση ότι όλα είναι «αρκετά καλά» για να μην προσπαθήσει για κάτι καλύτερο.
Ήξερε ότι ζούσε μια ζωή που δεν του άξιζε, αλλά η ιδέα του να ρισκάρει για κάτι παραπάνω τον τρόμαζε περισσότερο από τη δυστυχία που είχε συνηθίσει. Και έτσι έμεινε εκεί. Στη ζώνη ασφαλείας του. Στο γνώριμο σκοτάδι του.
Και εκείνη;
Εκείνη ήταν όλα όσα δεν μπορούσε να φτάσει. Όλα όσα δεν είχε το θάρρος να διεκδικήσει. Ήταν φωτιά, ήταν πάθος, ήταν ζωή. Ήταν μια γυναίκα που ζούσε ολόκληρη, με αλήθεια, με ένταση, με όνειρα. Εκείνη του φώναζε με κάθε της πράξη: «Ξύπνα! Ζήσε! Τόλμα!» Αλλά εκείνος είχε μάθει να ζει στη σκιά.
Δεν ήταν μόνο η έλλειψη θάρρους. Ήταν το ότι είχε εθιστεί σε αυτό το λίγο. Σε μια ζωή που δεν απαιτούσε τίποτα παραπάνω από το να υπάρχει. Μια ζωή που του επέτρεπε να παραμένει «κρυφός», να μην εκτίθεται, να μην ρισκάρει να πονέσει.
Η φωτιά της τον τρόμαζε.
Γιατί η φωτιά φέρνει φως. Και εκείνος δεν άντεχε να δει τον εαυτό του στο φως. Ήξερε ότι δεν θα του άρεσε αυτό που θα αντίκριζε: ένας άνθρωπος που δεν είχε το θάρρος να ζήσει πέρα από τη ζώνη ασφαλείας του. Ένας άνθρωπος εθισμένος στις βολικές του φυλακές.
Και εκείνη έφυγε.
Τον κοίταξε για μια τελευταία φορά, με εκείνο το βλέμμα που φώναζε απογοήτευση και λύπηση μαζί. Δεν μπορούσε να μείνει εκεί. Δεν μπορούσε να χωρέσει σε μια ζωή γεμάτη μισές αλήθειες και ψέματα που βόλευαν. Εκείνη ήθελε όλα. Και εκείνος… απλά δεν μπορούσε.
Αυτός έμεινε..
Έμεινε εκεί που ήταν πάντα. Στο ίδιο σημείο, με τις ίδιες δικαιολογίες, με τον ίδιο φόβο να ζήσει. Στο σκοτάδι που είχε μάθει να αγαπά. Στην ασφάλεια της δυστυχίας του. Και το χειρότερο; Δεν θα το παραδεχόταν ποτέ. Θα έβρισκε άλλη μια βολική αλήθεια για να πείσει τον εαυτό του πως όλα είναι όπως πρέπει να είναι.
Γιατί το «λίγο» είναι πιο εύκολο.
Το «λίγο» δεν απαιτεί θάρρος. Δεν απαιτεί προσπάθεια. Δεν απαιτεί να παλέψεις. Αλλά το «λίγο» είναι και η πιο ύπουλη μορφή φυλακής. Σε κρατάει εκεί, να περιμένεις κάτι που ποτέ δεν έρχεται, γιατί δεν τόλμησες να το διεκδικήσεις.
Και εκείνη;
Εκείνη βρήκε το θάρρος να προχωρήσει. Γιατί ήξερε πως μια ζωή μισή, με μισές αλήθειες και ψέματα που βολεύουν, δεν είναι ζωή. Είναι σκιά. Και εκείνη δεν γεννήθηκε για να ζει στη σκιά κάποιου που δεν τολμά.
ΥΓ. Αφιερωμένο..